Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Πάρτα μωρή άρρωστη...


Σιχαίνομαι όσο τίποτε τις μανταμίτσες τις δήθεν, τις υπεράνω, τις καθαρές, αυτές τις στολισμένες με όλα τα μπιχλιμπίδια που βρίσκουν στο συρτάρι τους και σε κοιτάζουν με οίκτο και συμπόνια εσένα τη χύμα τη λάτρη του τζίν και του αθλητικού.
Αυτές που το πρωί πριν πάνε λαΙκή με τη γούνα και το γιαλιστερό βγαίνουν με τη τσίμπλα στο μάτι στο μπαλκόνι τους και με τη νυχτικιά της γιαγιάς τους και ρίχνουν ασύστολα νερά για να ξεπλύνουν τη βρωμιά τους και μετά τα σκουπίζουν και τα χύνουν στο δρόμο. Καλέεεε η από πάνωωωωωωωωωω. Κόσμος περνά.
Αυτές που με το ταγεράκι τους και το τακούνι βγάζουν βόλτα το Φίφι το σκυλάκι τους να κάνει την ανάγκη του... στο πεζοδρόμιο εκεί μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο του υπογείου που μένουν οι πακιστανοί. Αυτές που κατεβαίνουν να πετάξουν τα σκουπίδια τους ακριβώς 5 λεπτά μετά που περνά η σκουπιδιάρα και που για να μη λερώσουν τα χέρια τους ανοίγοντας τον κάδο τα παρατάνε απ' έξω. Πιο πολύ σιχαίνομαι ΄την απέναντι που παίζει μπασκετ με τη σακούλα των σκουπιδιών από το μπαλκόνι του δευτέρου και καλάθι τον κάδο αλλά που ποτέ μα ποτέ δε βρίσκει το στόχο της.
Μου έρχεται πολλές φορές να πάρω το σωλήνα του μπαλκονιού και να τις βάλω σημάδι. Μιά φορά το έκανα αλλά δεν την πέτυχα την απέναντι γαμώτο. Πρέπει να πάρω μεγαλύτερο σωλήνα. Πολλές φορές επίσης έχω ευχηθεί να μην είχα ηθικούς φραγμούς και να πήγαινα να κατουρήσω στο παράθυρο της μανταμίτσας για να νιώσει κι αυτή όπως οι πακιστανοί.
Τις παρακολουθώ να περνάνε κάτω από το μπαλκόνι μου σα λατέρνες, παρφουμαρισμένες σαν το τμήμα καλλυντικών πολυκαταστημάτων και γελάω με την αφέλεια τους. Με πόση ευκολία ξεγελούν τον εαυτό τους. Πόσο εύκολα πιστεύουν πως μόνο με το στόλισμα καθορίζουν την εικόνα τους και πως κανείς δεν της βλέπει όταν αφήνουν τη βρωμιά τους να ρέει στους δρόμους.
Σήμερα η απέναντι ξεβρώμισε το σπίτι της και κατέβασε τα σκουπίδια στον κάδο για να μην της χαλάνε την αισθητική και της βρωμίζουν την ευαίσθητη μυτούλα της. Μόνο που αστόχησε στο τρίποντο από μακρυά και τα σκουπίδια έπεσαν πάνω σε ένα παρκαρισμένο μηχανάκι. Τα κοίταξε η μαντάμ, έκανε ότι τρόμαξε με την γκάφα της, τα μούτζωσε που τόλμησαν να μη μπούν στον κάδο και τα παράτησε εκεί.
ΠΑΡΤΑ ΜΩΡΗ ΑΡΡΩΣΤΗ.... και βάλτα εκεί που... ξέρεις.

Φέρτε το μπόγια...


Βυζά, κώλοι, μπούτια, κοριτσάκια σαν τα κρύα τα νερά και γκομενάρες να τις πιεις στο ποτήρι, νοικοκυρές σε πλήρη σύγχιση και απόγνωση και μεγαλοκοπέλες απελπισμένες που κανείς δεν τους έκανε την τιμή να της βλογήσει λίγο με το σπέρμα αυτών το επιούσιο...Γεμίσαμε ξέκωλα (με την καλή την έννοια πάντα) και όρεξη να 'χεις να κάνεις οφθαλμόλουτρο και καταγραφή ευτράπελων περιστατικών με πρωταγωνιστές τι άλλο.... γυναίκες που τις έπιασε η άνοιξη και τα πέταξαν όλα φόρα παρτίδα και σουλατσάρουν ίδιοι δημόσιοι κίνδυνοι ανα την πόλη.
Και αντε να είσαι κυρά μου μια δίμετρη καλονή με ενάμιση μέτρο ποδάρι που λένε στο χωριό μου και 95 πόντους περιφέρεια στήθους να μας τα τρίψεις στη μούρη τα κάλλη σου να τα χαρούμε και να βροντοφωνάξουμε άντρες και γυναίκες "Πες μου κοριτσάρα μου ποιος σε γλεντάει να πάω παραγιός" που είπε και ένας συκοφάντης πριν πολύ καιρό.
Άμα είσαι όμως κοντή χοντρή γεμάτη κυταρίτιδα και με τα βυζά να σπάνε πεζοδρόμια τι το θές τρομάρα σου και τα ξαμολάς, Τι σου φταίνε δλδ οι έρμοι που τα βλέπουν ξαφνικά μπροστά τους και δεν ξέρουν πως ν' αποφύγουν τη μετωπική? Άμα θες τρία μέτρα τεντόπανο πριμαβέρα (καλή μάρκα τεντόπανου αυτή και ανθεκτική δε λέω) για να φτιάξεις φούστα τι μου φοράς το μίνι και γίνεται ότι είχε απομείνει? Αν δεν έχεις λεφτά κάνε έναν έρανο. Φτηνότερα θα μας έρθει από το να αγοράσουμε ψυχοφάρμακα στο τέλος της σεζόν ώστε να ξεπεράσουμε το ψυχολογικό μας.
Άμα για να μαζέψεις τα βυζά σου από το πάτωμα θες γερανοφόρο όχημα και μάλιστα βαρέων βαρών τι σκατά το θές το ξώβυζο το μπλουζάκι και τη βυζοθήκη τη σεξουαλική? Δε λέω... Ψυχή έχεις κι εσύ και τα θές και τα σέα σου και τα μέα σου και όλα σου. Ψυχή δεν έχει όμως κι αυτός ο έρμος που τράκαρε μαζί σου κατά το φρενάρισμα του λεωφορείου και του ήρθε το βυζί σου στη μύτη? Λυπήσου τον καλέ... Λίγο ακόμη και θα πάθαινε ασφυξία.
Αυτό το ριμάδι το τάγκα τι το θες και το φοράς και μάλιστα με άσπρο κολάν και φαίνεται το έρμο που έχει γίνει τίγκα από πατσές και περπατάς και το τραβάς σε κάθε βήμα γιατί όλο το χάνεις εκεί ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο. Γιατί έτσι μοιάζει ό αποφτός σου από πίσω... βουνά με χαράδρες... ανωμαλίες λόγω κυταρίτιδας και σεισμογενείς περιοχές... (σεισμογενείς είπα όχι ερωτογενείς μην το μπερδεύεις).
Και άντε να δεχτώ πως ελευθερία έχουμε ότι θέλει ο καθένας κάνει και ότι θέλει φοράει στην τελική... Αυτόν το ρημάδι το νόμο για προσβολή της δημοσίας αιδού (καλά το έγραψα καλέ?) τι σκατά τον ψήφισαν? Γιατί όπως και να το κάνουμε καλύτερο έχω να δω ξεβράκωτους να τρέχουν στο δρόμο αλλά ν αξίζουν παρά να βλέπω κάθε μέρα όλο αυτό το πήγαινε έλα της κυταρίτιδας και του πεσμένου βυζιού.
Μπόγιας γιατί δεν κυκλοφορεί άλλο βρε παιδιά?

Που πας ρε καραμήτρο.....


Πολλές φορές αναρωτιέμαι πως γίνεται και ορισμένες από μας δεν καταλαβαίνουμε τη μαλακία που μας δέρνει στον εγκέφαλο και πως γίνεται να ζούμε σε πελάγη ευτυχίας που βαρκούλες αρμενίζουν κι εμείς είμαστε ο Σουμάχερ και ο Νίκι Λάουντα. Ένα περίεργο πράμα ρε παιδάκι μου...  Όποια γυναίκα κι αν ρωτήσεις περί οδήγησης καμιά δε θα παραδεχτεί ότι πήρε το δίπλωμα φορώντας το μίνι και πως πολύ κακώς την κράζουν στο δρόμο οι άλλοι οδηγοί γιατί αυτοί είναι που κάνουν τα λάθη και της κλείσαν στο δρόμο και δες το Σμαρτάκι μου τσαλακώθηκε.
Καθόμουν σήμερα στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και σεργιάναγα τη γειτονιά. Συνήθεια που απέκτησα τελευταίως και που πολύ τη φχαριστιέμαι αφού μου δίνει τη δυνατότητα να ξεκατινίαζομαι και να κάνω την κοινωνική μου κριτική (= κουτσομπολιό και κράξιμο χωρίς όρια και φραγμούς). Δρόμος με πολύ κίνηση που συνδέει Κυψέλη με Γαλάτσι. Φορτηγά,λεωφορεία, επιβατικά και η σκουπιδιάρα που βρωμά ο τόπος όταν περνα, παπούδες, γιαγιάδες, γκομενάκια που τα χαλβαδιάζει από μακρυά το έτερον ήμισυ μου για να με πειράζει και καλά αραιά και που κάνα τεκνό που το χαλβαδιάζω εγώ προς ευχαρίστηση των ήδη πρεσβυωπικών οφθαλμών μου. Η μελέτη τους και μόνο κάνει την ώρα να περνά ευχάριστα πριν αρχίσουν τα χαζοσήριαλ στην τηλεόραση και πάρω τη θέση μου επί του καναπέος (φτού σας πρόστυχοι) για να προετοιμαστώ καταλλήλως για την αγκαλιά του Μορφέως (όχι μαρή ξανθιά δεν είναι γκόμενος).
Σήμερα για κακή μου τύχη όμως δεν είχε κίνηση καλή και η κοινωνική κριτική δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ούτε η χοντρή ξανθιά η Μπάρμπι ούτε η γιαγιά Μπάτμαν ούτε ο Ολλανδός έσκασαν μύτη σήμερα να σπάσουν τη βαρεμάρα και την ανία μου. (θα επανέλθω λίαν συντόμως σε όλους αυτούς). Κανένα ενδιαφέρον και η φραπεδιά η άνευ ζαχάρεως και γλυκαντικών ουσιών (η ασπαρτάμη σε μεγάλες ποσότητες φέρνει τσιρλιό να ξέρετε) είχε γίνει πλέον κάτουρο που θα λέγε και η γιαγιά μου. Τι σκατά... πως θα περάσει η ώρα σήμερα και δεν έχει και Μαρία η Άσχημη γαμώ την καντεμιά μας γαμώ....
Ο γείτονας μάλωνε με τη γυναίκα του και κατέβαζε καντήλια με μεγάλη ευρηματικότητα και αυτή δυνάμωνε τη μουσική να μην ακούγονται έτσι έχασα και την τελευταία μου ελπίδα να περάσω καλά οπότε σέρνοντας την πετσετέ μου παντόφλα και κρατώντας στο χέρι το σέικερ του φραπέ αποφάσισα να αφήσω την μπαλκονοκατάσταση όταν...
ΕΓΕΝΕΤΟ ΘΑΥΜΑ...
Τσινκουετσέντο με γυναίκα οδηγό κόβει ταχύτητα κάτω από το μπαλκόνι, η μαντάμ μπανίζει το χώρο ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα τον χαλβαδιάζει τον ζυγιάζει με το γεμάτο μάσκαρα  μάτι (ναι ρε το είδα το μάτι από το μπαλκόνι τόσο μπογιάτισμα είχε πάνω του) και αποφασίζει να παρκάρει.
Στροφή εγώ επιτόπου, παλουκώνομαι εκ νέου στην καρέκλα ανάβω τσιγάρο πιάνω και τον κατουροφραπέ και απλώνομαι.
Βάζει όπισθεν το τσινκουετσέντο, στρίβει τιμόνια η μαντάμ, κοιτάει και μαγκιόρικα τους καθρέφτες τινάζει τη μπούκλα και ξεκινά την επιχείρηση "παρκάρω τη νταλίκα". Οι από πίσω της περίμεναν υπομονετικά.... για κάνα πεντάλεπτο... μετά άρχισαν να κορνάρουν... μετά να βρίζουν... μετά βγήκαν από τ' αυτοκίνητα τους και άλλοι της έκαναν τον τροχονόμο μπας και παρκάρει η μαντάμ και άλλοι την χαιρετούσαν ελληνιστί με τα πέντε δάχτυλα τεντωμένα (ένας της έδειξε μόνο το μεσαίο... εκείνο το καλό).
Η μαντάμ ακλόνητη, μπρός πίσω, στρίβω λίγο, ισιώνω, ξανά μπρος πίσω πάλι στρίβω πάλι ισίωνω. Ούτε σεξ να έκανε. Οι απο πίσω πλέον ούρλιαζαν. Η μαντάμ βγήκε έξω και έλεγχε το χώρο, έβρισε και τον απο πίσω της γιατί είχε κολλήσει λέει κοντά της και δεν την άφηνε να μανουβράρει. Εγώ λέω πως έφταιγε το 12ποντο και το ξανθό μαλλί κομμωτηρίου. Οι από πίσω της είπαν πως έφταιγε που δεν την γάμησαν μικρή... Θα σας γελάσω...
Κάποια στιγμή η μαντάμ το πήρε απόφαση πως δε χωρά το τσινκουετσέντο και σηκώθηκε κι έφυγε... Το θέαμα είχε κρατήσει βία δέκα λεπτά.
Σεργιάνησα λίγο ακόμη τ' αυτοκίνητα που επιτέλους άρχισαν να φεύγουν... τα επιβατικά, τρία λεωφορεία, κάμποσες μηχανές, τη σκουπιδιάρα που μας ξεβρώμησε πάλι και ένα ψυγείο με παγωτά που πολύ τα λιγουρεύτηκα....
Το θέαμα είχε τελειώσει κι εγώ πάλι πήρα το δρόμο για τον καναπέ... Την ίδια ώρα που εκεί που η μαντάμ πάλευε να χώσει το τσινκουετσέντο πάρκαρε ένα φορτηγάκι μεταφορών.
Γαμώ την τρέλα μου γαμώ...

Δε θα θυμάμαι...


δε θα πεθάνω περιμένοντας
δε θα γίνει ο καημός θηλιά στο λαιμό
μηδέ κόμπος, μηδέ δάκρυ
θα καθίσω στης μοναξιάς μου τη μπεζιέρα
και θα ατενίζω με ξέπλεκα μαλλιά
το πέλαγος της χαμένης μου μνήμης

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

ΟΣΕ αγάπη μου (Μιά ιστορία τρέλας και παραλόγου)


Σάββατο βράδυ κι εμένα με βρίσκει σε ένα σταθμό του ΟΣΕ κάπου έξω από τη Θεσσαλονίκη. Περιμένω την 604 αμαξοστοιχία από Αλεξανδρούπολη για Αθήνα. Η αμαξοστοιχία αυτή περνά από διάφορους σταθμούς σ' αυτή τη διαδρομή και μαζεύει ότι βρεί στο διάβα της. Από Πακιστανό λαθρομετανάστη μέχρι την κυρά Κατίνα που πάει Αθήνα να βάλει μασέλα.
Δώδεκα παρα δέκα μαζεύει κι εμένα και τρισευτυχισμένη που μετά από ένα εξαντλητικό διήμερο με αμφίβολα αποτελέσματα ανυπομονώ να γυρίσω στο βρωμίλον άστυ και στο σπίτι μου (και στο πισι μου γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;).
Βαγόνι 7 θέση 35. Βαγόνι 7? Αυτό δεν είναι τρένο, είναι η μακριά γαϊδούρα σε μηχανοκίνητο. Διασχίζω την αποβάθρα τρέχοντας (ευτυχώς ούτε βαλίτσα είχα ούτε τακούνια σαν την μπροστινή μου που μέτρησε την αποβάθρα με τη μούρη), μπαίνω στο βαγόνι 7 κοιτάω το εισιτήριο μου για να βεβαιώσω το 35, σηκώνω το κεφάλι προς τα καθίσματα πέρνω βαθιά ανάσα πριν αρχίσω την αναζήτηση και παθαίνω διπλό σοκ.
Πρώτα από τη μπόχα που έφαγα στη μούρη με τη μια. Μια ξυνίλα αναμεμειγμένη με σκορδίλα ποδαρίλα και όλα τα εις ίλα που μπορεί να βάλει το ανθρώπινο νου. Ναι ναι και κατουρήλα. Την τσιγαρίλα δε την καταλάβαινες χωρίς να μπεις στο βαγόνι μιας και με το που σταμάτησε το τρένο και άνοιξαν οι πόρτες άρχισε να βγαίνει καπνός από παντού και απορώ μάλιστα που δεν τρέξαν με τους πυροσβεστήρες από το σταθμό για να το σβήσουν. Μάλλον είναι συνηθες φαινόμενο. Ναι καλά θυμάσαι. Στα τρένα απαγορεύεται το κάπνισμα εδώ και καιρό. Στα τρένα όμως. Ο καρβουνιάρης - έτσι τη λένε την 604 - μόνο τρένο δεν μπορείς να τον πεις.
Το δεύτερο σοκ το έπαθα με το που συνηδειτοποίησα το που θα καθόμουν για τις επόμενες 6 ώρες. Το βαγόνι είχε κάτι πανάθλια ξεσκισμένα σκατουλί χρώματος - αυτό το σκατουλί του "έχω φάει μακαρόνια την προηγούμενη και το σκατό μου βγήκε πιο ξανθό" - καθίσματα, ξεσκισμένες κουρτίνες στο χρώμα της μαραμένης μολόχας και έναν μαύρο ουρανό θαρρείς και έπιασε φωτιά και δεν το καθάρισαν ακόμη από τα κάρβουνα. Στο δάπεδο στάμπες σε διάφορα μεγέθη και χρωματισμούς προκαλούσε τη φαντασία σου να οργιάσει όσον αφορά την προέλευσή τους και φυσικά να σε προκαλέσει να πετάξεις μετά απ' ευθείας τα παπούτσια σου με το που θα κατέβεις από το τρένο.
Και όλη αυτήν την φαντασμαγορική ατμόσφαιρα ερχόταν να συμπληρώσουν οι ράθυμοι επιβάτες που από την Αλεξανδρούπολη - φαίνοταν από το γλαρό μάτι και την ταλαιπωρία - είχαν την τιμή να απλώνουν ποδάρες χωρίς παπούτσια στους διαδρόμους δείχνοντας πόσο μπορεί να αντέξει η κάλτσα με τις χίλιες τρύπες και τη μπίχλα του αίωνα πάνω σε ένα πόδι που με μεγάλη μαεστρία έβγαζε το δάχτυλο από την πρώτη τρύπα που έβρισκε εύκαιρη.
Από το διάδρομο δεν μπορούσες να περάσεις χωρίς να έρθεις σε επαφή με κάποια από αυτές τις ποδάρες. Πακιστανοί, αλβανοί, έλληνες που με τη θέλησή τους ή επειδή δε βρήκαν άλλη θέση είχαν εξασφαλίσει το μαγικό εισιτήριο με το τρένο του τρόμου, χυμένοι στα καθίσματα όπως όπως προσπαθούσαν να αντέξουν μέχρι το τέλος του ταξιδιού για την Ιθάκη.
Εκεί που λέω οκ, ανοίχτε την πόρτα να κατέβω καταλαβαίνω ότι το τρένο έχει ήδη ξεκινήσει. Κοιτάω απελπισμένα τη θέση 35 η οποία ήταν κατηλλημένη από έναν αγνώστου προελεύσεως επιβάτη ο οποίος με περίσσια χάρη είχε ξαπλώσει σε δυο καθίσματα και ροχάλιζε μακαρίως έχοντας τις ποδάρες του - χωρίς παπούτσια κι αυτός - στο σημείο που εγώ λογικά σε λίγο έπρεπε να καθίσω. Φτου γαμώτο. Εκτός των παπουτσιών θα πρέπει να πετάξω και το τζιν.
Προχωρόντας προς το κάθισμα και αφού χωρίς να το θέλω - πιστέψτε με σας παρακαλώ - είχα ξυπνήσει αρκετούς από τους νυσταλέους συνεπιβάτες μου και είχα κάνει και αυτούς που περπατούσαν πίσω μου να αγανακτήσουν γιατί τους καθυστερούσα από το κάθισμα της επαγγελίας. Κακομοίρηδες. Βιαζόταν να απολαύσουν τη μπίχλα.
Αηδιασμένη από την κατάσταση, αγανακτισμένη με τη βλακεία μου να φύγω μεταμεσονύχτια αποφασίζω πως όχι. Προτιμώ να τη βγάλω όλη νύχτα ανάμεσα στα δυο βαγόνια παρά να καθίσω αγκαλιά με τις ποδάρες του αξούριστου και ακούρεφτου ξυπόλυτου βρωμίλου που είχε καταλάβει το κάθισμα μου.
Και προχωρόντας για το νέο μου προορισμό ανακαλύπτω πως αυτή ήταν η πιο σοφή απόφαση που πήρα σε τούτο το ταξίδι προς Αθήνα. Ο καλός κυριούλης - που ο Θεός να μου κόβει μέρες και να του δίνει χρόνια - ο ελεγκτής παρακολουθόντας το όλο σκηνικό με πλησιάζει μου τσεκάρει το εισητήριο και με ένα πλατύ χαμόγελο με οδηγεί σε ένα από τα κουπέ του επόμενου βαγονιού ούτως ώστε - όπως ο ίδιος μου είπε - να μπορέσω να ταξιδέψω σαν άνθρωπος. Μόνο που δεν τον φίλησα. Έτοιμη να πηδήξω να τον αγκαλιάσω τον χριστιανό.
Και όσον αφορά το θέμα καθίσματος και συνεπιβατών το θέμα έληξε αισίως και όλο το βράδυ ταξίδεψα παρέα με τρεις μεγαλοφοιτητές οι οποίοι ήταν φοβεροί συνομιλητές και διέθεταν απίστευτο χιούμορ. Ας έχει ο γιαραμπίμπι καλά τον κύριο ελεγκτη.
Το ότι άλλαξε η ώρα σας το είπα; Μάλλον το πήρατε χαμπάρι. Αλλά που κολλά θα μου πείτε τώρα η αλλαγή της ώρας με την 604? Κολλάει πως δεν κολλάει.
Γιατί εκεί που τα γέλια στο κουπέ και η συζήτηση είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της έρχεται μια φωνή από τα μικρόφωνα να μας κόψει και τα γέλια και το βήχα μη σου πω.
"Αγαπητοί κύριοι επιβάτες σας ενημερώνουμε ότι λόγω της αλλαγής της ώρας μόλις γυρίσετε τα ρολόγια σας μια ώρα πίσω δλδ στις 4 τα ξημερώματα η αμαξοστοιχία θα σταματήσει μέχρι τα ρολόγια σας να ξαναδείξουν 4".
Παρακαλώ; Πως είπατε; Ποιος ήρθε; Α δεν πάμε καλά. Χαμός στο τρένο. Τι πάει να πεί θα σταματήσει μέχρι να ξαναδείξουν τα ρολόγια μας 4;
Πάει να πει πως ναι μεν θα αλλάξει η ώρα αλλά το τρένο θα ξαναξεκινήσει από κει που σταμάτησε. Δλδ στις 4. Ώπα ρε κουμπάρε. Θες να μας πεις δλδ ότι θα μας παρκάρετε επί μια ώρα στη μέση του πουθενά επειδή αλλάζει η ώρα; Με ποια λογική; Και γιατί; Δώσε ρε μπάρμπα μια λογική εξήγηση σε παρακαλώ γιατί να τώρα μου έρχεται το εγκεφαλικό.
Σιωπή το μικρόφωνο.
Τέσσερις παρά πέντε φτάνουμε Τιθορέα. Ωραίος σταθμός. Στη μέση του πουθενά. Έξω δυο λύκοι και μια αρκούδα μια κλειστή καφετέρια και ένα πανάθλιο κτίριο που μετά κάποιες κυρίες ανακάλυψαν ότι είναι τουαλέτες. Το τρένο σταματά. Και κάποιες εκατοντάδες επιβάτες περιμένουμε ν΄ακούσουμε κάτι. Τα γέλια στο κουπέ κόπηκαν από ώρα. Τέσσερις και πέντε γυρίσαμε τα ρολόγια μας μια ώρα πίσω. Και περιμέναμε. Δε μπορεί πλάκα μας κάνουν. Πρωταπριλιά; Μπά.
Αρκετή ώρα μετά ο ίδιος καλός κυριούλης ελεγκτής μας ενημερώνει ότι μπορούμε να κατέβουμε για τσιγάρο. Μα τι λες καλέ μου άνθρωπε. Αφού όλο το τρένο είναι τεκές. Δε γαμεις... Ας πάμε να ξεπιαστούμε. Πίσσα σκοτάδι και ΄καμιά διακοσαριά νοματέοι να είναι έξω στο σταθμό και να κοιτιούνται με απορία. Το τρένο είχε σταματήσει για μια ώρα. Γιατί άλλαξε η ώρα και μπήκαμε στη χειμερινή. Γαμώ τη γκαντεμιά μας
Το ταξίδι συνεχίστηκε μετά τις τέσσερις - με τη νέα ώρα μη ξεχνιόμαστε - χωρίς απρόοπτα από κει και πέρα. Μας ενημέρωσαν μάλιστα ότι ο μηχανοδηγός μας ευχαριστεί πολύ για την κατανόηση μας. Ναι για έλα να στα πούμε και από κοντα κουμπάρε.
Κι εγώ τώρα έχω μια απορία. Στην αλλαγή της ώρας από τη χειμερινή στην καλοκαιρινή, τότε που τα ρολόγια τα βάζουμε μια ώρα μπροστά τι θα κάνει ο καλός μας ΟΣΕ; Θα διακτινήσει το τρένο για να καλύψει τη διαφορά;
Απαιτώ άμεσα απάντηση στην απορία μου. Άμεσα για να μη χεστούμε ναι;

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Του νου και της καρδιάς

Σήμερα γυρνώντας στο σπίτι από τη δουλειά, παρατηρούσα γύρω μου τη γειτονιά. Ένας δρόμος γεμάτος παιδιά να τρέχουν πάνω κάτω, να παίζουν κρυφτό. Ένα μικρότερο να τα παρακολουθεί καθισμένο στο παιδικό ποδηλατάκι και να ξεκαρδίζεται. Τρέχαν πάνω κάτω τα μεγαλύτερα... φώναζαν χαλούσαν κόσμο. Και κει που προσπέρναγα άκουσα ένα γελάκι μαζεμένο διστακτικό... ένα γελάκι σαν λυγμό ένα πράμα... Κοιτώ και δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών ένα κοριτσάκι με τα πόδια και τα χέρια όσο πάει τεντωμένα να παλεύει να βγάλει τις σακούλες έξω. Να τις ψαχουλέψει για να βρει το "πολύτιμο" και να το πάει στο σπίτι, όπου μια μάνα ένας πατέρας περιμένουν για να το αξιολογήσουν και να το πουλήσουν.
Και αναρωτιέμαι... ποιος θεός τα βλέπει και δεν τα διορθώνει όλα αυτά; Ποιος αποφάσισε το ποιο παιδί θα γελά απ' την καρδιά του και ποιο παιδί θα γελοκλαίει λαχταρώντας μια ώρα τρεχάλα στους δρόμους της γειτονιάς;

Μας δώσαν γη να ζήσουμε και όνειρα για να τα χτίσουμε κάστρο γύρω μας μη μας πλησιάσει κανείς. Μας δώσαν σπόρους να φυτέψουμε και πάνω που αρχίσαμε να βλέπουμε δέντρα να ξεπροβάλουν μας κόψαν το νερό. Φτάνει λέει μέχρι εδώ. Δεν έχει άλλο. Μα πως να αντέξει το δέντρο μου χωρίς νερό; Πως να μεγαλώσει για να χαρώ να βλέπω τα παιδιά να κάνουν κούνια από τα κλαδιά του;
Θέμα δικό μου λέει. Φταίω εγώ που δε μεγαλώνει το δέντρο μου, φταίω εγώ που δε γίνεται το όνειρο μου πραγματικότητα.
Φταίω;

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Καλά εσύ ονειρεύτηκες νωρίς

Είμαστε εντελώς για τα πανηγύρια. Διαπίστωση που έχω κάνει εδώ και καιρό αλλά που εδραιώνεται κάθε μέρα και περισσότερο, παρατηρώντας γύρω μου. Ζούμε σε μια εποχή άνευ προηγουμένου. Οι παππούδες που ζήσαν πολέμους, κατοχές, πείνα, φονικά και χούντα, αναστενάζουν κουνώντας το κεφάλι και λένε ότι αυτό που ζούμε σήμερα, (το μνημόνιο, η τρόικα ντε) είναι πολύ χειρότερη κατοχή και χούντα από ό,τι έχουν δει τα κουρασμένα πλέον μάτια τους. Ο κόσμος αισιοδοξεί και παλεύει μόνο και μόνο μη θέλοντας πλέον να δεχτεί ότι όλο αυτό είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή. Μέσα μας είμαστε όλοι επαναστάτες. Επαναστάτες χωρίς αιτία, σκοπό και προοπτική. Έξω μας είμαστε χέστες, απελπισμένοι, μοιρολάτρες που απλά παρακολουθούμε κουνώντας κι εμείς με τη σειρά μας το κεφάλι σαν τους παππούδες που δεν έχουν πλέον τι άλλο να περιμένουν πέρα από το θάνατο.
Μνημόνιο και τρόικα στη χώρα.. πότε; Ου καιρό τώρα....
Μα και κάθε σπίτι έχει ένα δικό του μνημόνιο και μια δική του τρόικα η οποία λειτουργεί κι αυτή με τη σειρά της με παρόμοιους κανόνες και παρόμοιες λογικές με της χώρας.
Η μάνα Μέρκελ και ο πατέρας Σαμαράς συνεδριάζουν και κάνουν περικοπές στα οικογενειακά έξοδα για να μπορεί να μείνει ευχαριστημένη η άλλη Μέρκελ και ο άλλος Σαμαράς. Κόψε, κόψε και μην τολμήσεις να ράψεις γιατί έγκριση δεν πήραμε.
Και μέσα σε όλο αυτό τον πανικό, τη στέρηση και τις κακουχίες τις πολιτισμένες όμως, παιδιά μεγαλώνουν ελπίζοντας να γίνουν κάτι... τι; Παιδιά ονειρεύονται ένα μέλλον αβέβαιο χαμογελώντας.
Από την πυλωτή ακούγονται γελάκια και φωνές παιδικές αθώες... Απέναντι το ζευγάρι φιλιέται σα να μην υπάρχει αύριο. Μέρα ζεστή σχεδόν καλοκαιρινή. Το σπίτι μυρίζει θάλασσα και τα μάτια μου τσούζουν κοιτώντας τον ήλιο κόντρα. Μυαλό ταξιδιάρικο που δεν ξέρει από μνημόνια και τρόικες, που ξέρει μόνο να σκέφτεται νησί...
Και στο διπλανό διαμέρισμα η μάνα πάλι κλαίει γιατί νυχτώνει και η κόρη πάλι θα διαβάζει στα σκοτάδια για να θωρακίσει τα όνειρα της σε ένα μέλλον κατεστραμμένο όσο και το παρελθόν.


ΝΑ ΖΕΙΣ

Αν αυτά που σε πονάν δεν τ απογυμνώσεις, δεν τ' αποσυνθέσεις και δεν τ' αναδομήσεις πάνω σε καινούριες βάσεις και λογική, το πιο π...