Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Στρέιτ, Γκέι, γάμοι, συμβόλαια και πίπες τυρκουάζ

Σε μια κοινωνία που όλα είναι πουλημένα και υποθηκευμένα μην έχοντας με τι άλλο ν ασχοληθούμε πιάσαμε για άλλη μια φορά τις ανθρώπινες σχέσεις και τις ιδιαιτερότητες. Ρατσιστές περισσότερο από κάθε άλλη φορά αντιδρούμε σε οτιδήποτε διαφορετικό από εμάς και δίνουμε άφεση αμαρτιών σε όλους εκείνους που δικαίως ή αδίκως φέρουν τον τίτλο του ιδίου με εμάς.
Βρήκαμε τώρα νέο τερτίπι να ασχοληθούμε και να κράξουμε. Γάμοι θρησκευτικοί ή πολιτικοί; Συμβόλαια ή απλώς συνεχίζουμε να τραβιόμαστε που θά λεγε η γιαγιά μου αστεφάνωτοι και δακτυλοδεικτούμενοί;
Η νέα απόφαση - προχώ δε μπορώ να πω για την Ελλάδα - είναι να μπορείς αντί για κάποιο είδος γάμου να κάνεις απλά ένα συμβόλαιο και να νομιμοποιείς την παρανομία του δεσμού σου με το έτερον ήμισυ, έτσι απλά για να διευθετηθούν όπως είπε και η πριγκηπέσσα το ποιος θα πάρει τη μεζονέτα σε περίπτωση που σφαχτείτε στην πορεία και χωρίσετε τα τσανάκια σας. Και αρχίζει η σφαγή στην ψωροκώσταινα.
Να σφάζονται οι παπάδες να σκίζουν τα ράσα τους. Να θυμούνται ξαφνικά πως και ο πολιτικός γάμος δεν αναγνωρίζεται από αυτούς και πως πόρνος και πόρνη όποιος ακολουθεί άλλη οδό πέραν της τελετής της εκκλησίας για να ενωθεί με το έτερον ήμισυ του.
Να σφάζονται και οι άλλοι που σου λέει κάτσε καλά γιατί αν δεν αναγνωρίζεται ο πολιτικός τότε τα παιδιά μας τι θα απογίνουν? Και αν το συμβόλαιο δεν ισχύσει πως θα μπορέσω εγώ να πείσω την Κικίτσα ότι ναι μεν δεν την παντρεύομαι αλλά υπογράφω συμβόλαια και αυτό θα έπρεπε να της αποδεικνύει περίτρανα ότι την αγαπώ.
Από την άλλη σφάζονται οι στρέιτ με τους γκέι. Οι δεύτεροι ζητάν να περιλαμβάνει κι αυτούς ο νέος νόμος. Να τους δίνει δικαίωμα να επισφραγίσουν με κάποιο τρόπο τη σχέση τους χωρίς να τρέχουν ρε αδελφέ στου διαβόλου τον κόρφο (π.χ. Ολλανδία) για να το κάνουν. Οοοοοοοοοοοοοοοοοχι σου λένε οι υπόλοιποι. Αυτό το δικαίωμα το έχουν μόνο τα ετερόφυλα ζευγάρια.
Και να η σφαγή και να τα αίματα και να η μαλακία να πέφτει σύννεφο.
Εδώ στα μπλόγκα τρομερή εντύπωση μου έκανε το πως είδαν το θέμα ορισμένοι. Και με το μόνο μπλόγκ που μπορώ να πώ ότι συμφώνησα ήταν ξανά με της πριγκηπέσσας και με τον τρόπο που έθιξε τα περί πορνείας. Εκει που διαφώνησα ριζικά πάλι ήταν σε ένα άλλο μπλογκ που διαφήμιση δε θα του κάνω αλλά ο ρατσισμός και η παπαρολογία ήταν τόση που με έβγαλε από τα ρούχα μου.
Τελικά αναρωτήθηκε κανείς γιατί σε μια χώρα που εδώ και χρόνια ισχύει ο πολιτικός γάμος ψηφίζεται ξαφνικά ο νόμος περί συμβολαίου; Θεωρώ πως όχι. Και εκεί είναι το μέγα λάθος. Γιατί όπως και να το κάνουμε ποιος το χρειαζόταν αυτό το νόμο; Ποιος θα είχε όφελος  Γιατί όπως και να το κάνουμε αν δε θες να κάνεις γάμο δεν κάνεις στην τελική. Και αν δε θες να κάνεις γάμο δε βλέπω το λόγο γιατί να κάνεις συμβόλαιο. Αν οι λόγοι που δε θες να κάνεις θρησκευτική τελετή είναι οι πεποιθήσεις σου ε τότε κάνεις πολιτικό. Πάει και τελείωσε. Διαφορετικά κάθεσαι στ αυγά σου με το σύντροφό σου και περνάς ωραία για όσο γουστάρεις και γιά όσο αντέχετε αμφότεροι. Και μήν ακούσω καμιά πίπα τυρκουάζ ότι και καλά με το γάμο θεμελιώνεται η οικογένεια και αποδεικνύεις στον άλλο την αγάπη σου. Έλεος. Γιατί τα μεγαλύτερα εγκλήματα έχουν γίνει μέσα στο γάμο. Και αν δε με πιστεύετε ανατρέξτε σε βιβλιογραφίες να δείτε πόσες ευτυχισμένες γυναίκες που παντρεύτηκαν τελικώς εγκλημάτησαν  Και δείτε τα ποσοστά διαζυγίων στη χώρα μας γιατί ίσως έτσι καταλάβετε επιτέλους ότι γάμος δε σημαίνει απαραιτήτως και αγάπη. Α να χαθούμε πια.
Ταπεινή μου άποψη είναι ότι ο νέος νόμος περί συμβολαίου συμβίωσης μοναδικό σκοπό έχει - και ας φαίνεται τώρα ακριβώς το αντίθετο - να εξασφαλίσει σε ομόφυλα ζευγάρια μια πιο ανθρώπινη και ίση προς τους άλλους μεταχείριση. Θεωρώ πως αυτό που τώρα ξεκίνησε σαν μια τρίτη λύση για τους στρέιτ μοναδικό σκοπό έχει μελλοντικά να "αγκαλιάσει" τους γκέι που επιθυμούν να συζούν "νομίμως" με το σύντροφό τους. Και τι σημαίνει στην τελική νομίμως; Σημαίνει να αναγνωρίζεις και να αποδέχεσαι ότι αυτοί οι "διαφορετικοί" είναι ζευγάρι και μαζί αγωνίζονται σε όλα και πως όπως η κάθε Μαρίκα και Γιώτα έχει απαίτηση όταν χρειαστεί το έτερον ήμισυ να μπορεί να υπάρξει και χωρίς αυτόν αξιοπρεπώς και χωρίς κάθε μαλάκα να του κάνει τη ζωή δυσκολότερη.
Κι εκεί είναι ακριβώς που εγώ συμφωνώ. Και λέω ναι κάντε το. θεσπίστε το και καθιερώστε το. Για όλους αυτούς που λόγω κάποιων ειδικών συνθηκών δεν μπορούν να λέγονται "νόμιμα" και "καθώς πρέπει" ζευγάρια. Για όλους αυτούς που εμείς οι "νορμάλ" (μη χέσω),  τους έχουμε στο περιθώριο αλλά αν ξαφνικά μας προκύψει θεματάκι οικογενειακό τότε αγκαλιάζουμε όλο στοργή τους διαφορετικούς, όχι γιατί το γουστάρουμε αλλά γιατί το μάτι μας δε γίνεται να το βγάλουμε γιατί πονάει.
Δε θα θίξω καθόλου το θέμα του ποιος και γιατί έχει δικαίωμα να μεγαλώσει ένα παιδί. Μεγάλη ιστορία και πονεμένη τρομερά.
Θα μείνω σ αυτό το οποίο είπα ως τώρα. Και θα κλείσω με το εξής:
Εσείς κύριοι ιερείς που πολεμάτε τόοοοοοοοοοσο μα τόσο φανατικά για τα θέματα αυτά  Εσείς που όλους όσους συζούν και συνυπάρχουν με τον άνθρωπο που αγαπούν χωρίς να σας έχουν ζητήσει την άδεια. Εσείς που χαρακτηρίζετε σαν πόρνους τους άγαμους ή αυτούς που δεν έχουν τελέσει θρησκευτικό γάμο και ζώα τους ομοφυλόφιλους.....
Ψάξτε ανάμεσά σας να δείτε πόσους πόρνους και πόσα ζώα έχετε. Ψάξτε να βρείτε πόσοι πόρνοι και πόσα ζώα καθημερινώς βγαίνουν και κηρύττουν το λόγο του Θεού. Εξιγιάνστε πρώτα τους δικούς σας κόλπους και μετά ελάτε να το κάνετε και στην κοινωνία. Γιατί αν θυμάμαι καλά από τα θρησκευτικά που έκανα σχολείο κάπου στις αγίες σας γραφές αναφέρει.... Ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλλαίτω.... (και αν δεν το έγραψα ορθογραφημμένο συγχωρείστε την αγραμματοσύνη μου)

(το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν πάρα πολύ καιρό... το θυμήθηκα με τη βαβούρα που έγινε με τον πρώτο γκέι γάμο στη Γαλλία και είπα να το επαναφέρω... )

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Μα πείτε μου κύριε Όργανο...

Στις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας για τους αστυνομικούς και διαβίωσης για τους προσωρινά κρατούμενους στην ασφάλεια Θεσσαλονίκης  αναφέρονται δυο άρθρα που ήρθαν στο φως αυτές τις μέρες από την online εφημερίδα ΖΟΥΓΚΛΑ. Ένα δριμύ κατηγορώ στον Νίκο Δένδια, ο οποίος μετά τα συγχαρητήρια που τους έδωσε για το θεάρεστο εξαιρετικό τους έργο ξέχασε να ανανεώσει τις συμβάσεις (όπως λένε οι αστυνομικοί) με το προσωπικό καθαριότητας στη ΓΑΔΘ, με αποτέλεσμα το κτίριο να βρωμά και να ζέχνει από τα σκουπίδια και τις παντός είδους ακαθαρσίες που συγκεντρώνονται παντού, μέσα και έξω από το κτίριο.
Και μέχρι εδώ όλα καλά (που λέει ο λόγος) και ένα δίκιο να τους δώσω... Χαμηλοί μισθοί για την επικινδυνότητα της δουλειάς που κάνουν, περιβάλλον ακατάλληλο γενικότερα... ε πόσα ν αντέξει πια ο εργαζόμενος αστυνομικός;
Παραθέτω το 1ο άρθρο που έπεσε στην αντίληψη μου όπως το βρήκα στο zougla.gr ώστε κι εσείς να σχηματίσετε μια εικόνα.

Καθαρίζουν με βάρδιες τη Γ.Α.Δ.Θ.
Πρώτη καταχώρηση: Τρίτη, 28 Μαΐου 2013, 09:38
Το Αστυνομικό Μέγαρο καθώς και οι υπόλοιπες Αστυνομικές Υπηρεσίες της Θεσσαλονίκης συνεχίζουν να είναι σκουπιδότοποι, όπως καταγγέλλει η Συνδικαλιστική Κίνηση Αστυνομικών Υπαλλήλων (Σ.Κ.Α.Υ.). 
Όπως αναφέρουν οι αστυνομικοί, είναι αναγκασμένοι να εργάζονται σε ένα «άρρωστο περιβάλλον» και ανησυχούν για την υγεία τους.

Κάδοι απορριμμάτων γεμάτοι και τουαλέτες που μυρίζουν και δεν μπορείς να περάσεις ούτε καν από έξω συνθέτουν το σκηνικό στο Αστυνομικό Μέγαρο Θεσσαλονίκης και στα Αστυνομικά Τμήματα της πόλης… Αυτή είναι η εικόνα που αντικρίζουν καθημερινά οι πολίτες που προσέρχονται στις υπηρεσίες, όπως λέει στο Thesstoday ο γενικός γραμματέας της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης, Θεόφιλος Παπαδάκης.

Το έργο της καθαριότητας το έχουν αναλάβει οι ίδιοι οι αστυνομικοί, προκειμένου να μπορούν να εργάζονται σε ένα καθαρό περιβάλλον. Μάλιστα, καθαρίζουν με βάρδιες και τα κρατητήρια που έχουν 75 κρατουμένους.

Η Σ.Κ.Α.Υ. καταγγέλλει την κατάσταση στη Διεύθυνση Υγιεινής της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, προκειμένου αρμόδιοί της να κάνουν αυτοψία και έρευνα στο Αστυνομικό Μέγαρο Θεσσαλονίκης επί της οδού Μοναστηρίου, για να διαπιστωθεί εάν μπορεί ένας εργαζόμενος να εκτελεί οκτώ ώρες υπηρεσία μέσα σε τέτοιες απαράδεκτες συνθήκες.

Πηγή: thesstoday.gr
Επιμέλεια: Άννα Μορφούλη
Τελευταία ενημέρωση: Τρίτη, 28 Μαΐου 2013, 09:57


Και στη συνέχεια πέφτω και πάνω σ αυτό:

Αστυνομικοί με μια σφουγγαρίστρα στο χέρι...

Πρώτη καταχώρηση: Τρίτη, 28 Μαΐου 2013, 12:05
Πριν από λίγες ημέρες ο κ. Δένδιας κάλεσε τις κάμερες για να δώσει συγχαρητήρια σε αστυνομικούς...
Μόλις τα τηλεοπτικά φώτα έσβησαν, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη «ξέχασε» να ανανεώσει τις συμβάσεις καθαρισμού των Αστυνομικών Υπηρεσιών της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα, όπως οι αστυνομικοί καταγγέλλουν, να σκουπίζουν, οι ίδιοι και να σφουγγαρίζουν ακόμα και τα κρατητήρια. 

Σε ανακοίνωσή του ο βουλευτής των Ανεξάρτητων Ελλήνων Βασίλης Καπερνάρος αναφέρει: «Καλά θα κάνει ο κ. Δένδιας, αντί να επιδίδεται σε τηλεοπτικούς ρόλους
, να σταματήσει τον διασυρμό των ανθρώπων που καθημερινά παίζουν τη ζωή τους κορώνα γράμματα, υποβάλλοντάς τους σε εξευτελιστικές αγγαρείες και μάλιστα με μισθούς πείνας».

Επιμέλεια: Φίλιππος Καραμέτος
Τελευταία ενημέρωση: Τρίτη, 28 Μαΐου 2013, 13:17

 Και εδώ είναι που μου δημιουργείται η απορία... στο απόσπασμα που έχω τονίσει οι αστυνομικοί ζητούν από τον κ. Δένδια να σταματήσει να τους διασύρει υποβάλλοντας τους σε ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΙΚΕΣ ΑΓΓΑΡΕΙΕΣ. Και λέγοντας ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΙΚΕΣ ΑΓΓΑΡΕΙΕΣ αναφέρονται στο καθάρισμα του χώρου εργασίας τους που - οκ κακώς - αναγκάζονται να το κάνουν μόνοι τους λόγω ελλείψεως προσωπικού.
Και ρωτάω...
Η καθαρίστρια που θα πάει να τους ξεβρομίσει είναι κατώτερο ον; Έχει μικρότερη αξία ως άνθρωπος;
Είναι ζώον, υπάνθρωπος; Τι; 
Γιατί αν οι κ.κ. όργανα της τάξεως θεωρούν ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΙΚΗ ΑΓΓΑΡΕΙΑ το ξεσκάτωμα του δικού τους χώρου, τότε με την ίδια λογική κι αυτόν που την κάνει τον θεωρούν κατώτερο. 
Κι αν είναι έτσι, τότε δεν έχουν κανένα σεβασμό προς τον συνάνθρωπο οπότε με ποια λογική αυτός που δε με σέβεται θα υπερασπιστεί το δίκιο μου, το σπίτι μου, την οικογένεια μου και τη ζωή μου; Αν   πάλι (και επειδή θέλω αυτό το διάστημα να είμαι γλυκός και ευγενικός άνθρωπος) πρόκειται για μια βλακεία της στιγμής η παραπάνω δήλωση, τότε απαιτώ άμεσα αποκατάσταση και δημόσια συγνώμη προς αυτές και αυτούς, που για 3 και 60 (πολύ λιγότερα απ όσα θα πάρει ο κ. όργανος) έχουν επωμισθεί να τους ξεσκατώνουν, να τους ξεβρομίζουν και να ανέχονται την ΚΑΘΕ ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΙΚΗ ΑΓΓΑΡΕΙΑ τους βάζουν να κάνουν για να πάρουν στο σπίτι τους ένα κομμάτι ψωμί.

Εεεεεεεεεεεεε κύριε Όργανο; Εεεεεεεεεεεεε;

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Χαρά στο κουράγιο σας


Απορώ πραγματικά. Ένα μήνα έχω να γράψω. Πολύ παραπάνω απ όσο έχω να διαβάσω και να χαθώ σε κάποιο άλλο μπλογκ. Κι όμως. κάποιοι από εσάς επιμένετε να μπαινοβγαίνετε και να διαβάζετε. Χαρά στο κουράγιο σας δηλαδή. Ακόμη κι εγώ με βαρέθηκα. Σχεδόν ένα μήνα και ούτε μια λέξη. Μια κουβέντα έτσι για να μην περιμένετε βρε αδελφέ.
Μα τι να σας πω στην τελική; Να γκρινιάξω πάλι για τις φωτιές, τις πλημμύρες, την αναισθησία του κόσμου γύρω μας; Να πω πάλι για τις δημόσιες υπηρεσίες που από τις αρχές Ιουλίου λειτουργούν με λογική διακοπών; Να γκρινιάξω που αρχίζει η άδεια μου σε λίγες μέρες και λόγω υποχρεώσεων δε θα μπορέσω να αράξω ούτε για λίγο; Γαμώ την ατυχία μου γαμώ. Γκρινιάζω λοιπόν από μέσα μου. Γκρινιάζω μόνη μου και δεν ενοχλώ κιόλας σαν τον πολωνό απέναντι που συνεχίζει εδώ και μήνες να παίζει με το συναγερμό του αυτοκινήτου.
Τι παίζεις χρυσό μου με το συναγερμό; Πάνε παίξε με τη γυναίκα σου που όπως και να το κάνουμε είναι και γυναικάρα (η ρουφιάνα - τη βλέπω και γκρινιάζω και μ αυτό γιατί σκέφτομαι πόσο άδικη είναι η φύση σε ορισμένες περιπτώσεις, όλο το πόδι το έδωσε σ' αυτήν)
Γκρινιάζω μόνη μου για να μη διαολοστείλω τη διπλανή που αφήνει παιδί και σκυλί να γκανιάξουν στο κλάμα πριν κάνει κάτι να τα ηρεμήσει και τα δυο. Κλαίει το έρμο το μωρό ολημερίς, αγχώνεται το σκυλί σαν το σκυλί του Μίστερ Στιρέλα βγαίνει στο μπαλκόνι και κατουριέται και αρχίζει μετά κι αυτό το κλάμα γιατί το μαλλώνει η μαντάμ.
Γκρινιάζω μόνη μου για να μη γκρινιάξω με τις πωλήτριες στα μαγαζιά που με κοιτούν με μισό μάτι όταν ζητάω xl ρούχα. Τι να κάνουμε δηλαδή εμείς οι στρουμπουλές κι αφράτες; Να μη ντυθούμε; Γιατί τα περισσότερα ρούχα βέβαια είναι φτιαγμένα για καχεκτικά δεκαεξάχρονα και ανορεξικές μεσήλικες ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Αυτοί οι ηλίθιοι οι σχεδιαστές βγήκαν ποτέ μια βόλτα στην πόλη να δούν ποιος είναι ο μέσος όρος όγκου της Ελληνίδας γυναίκας; Προσοχή είπα γυναίκα. Δεν είπα βρέφη ανήλικα και λείψανα.
Είπα πόλη και μόλις θυμήθηκα ένα λόγο που δεν γκρινιάζω. Η πόλη τώρα τον Αύγουστο είναι υπέροχη. Φύγαν οι μισοί αδειούχοι στην πρώτη γύρα.΄Δε γύρισαν ακόμη μην τους ψάχνετε. Άδικος κόπος. Φύγαν κοπάδι στη δεύτερη γύρα κάποιοι άλλοι και οι υπόλοιποι ετοιμάζονται για το δεκαπεντάυγουστο να εξαφανιστούν κι αυτοί.
Μείναν πίσω κάτι κορόιδα - σαν εμένα - κάτι συμπαθέστατοι πακιστανοί και οι γιαγιάδες οι ξεχασμένες. Χαράς ευαγγέλια η πόλη. Άδειοι οι δρόμοι  Τους περνάς και χαζεύεις δεξιά αριστερά. Ανακαλύπτεις πως εκεί στη γωνιά - ναι ντε εκεί που δείχνω - η μπουκαμβίλια είναι ολάνθιστη. Μέχρι πρότινος έβλεπες απλά μια πρασινάδα καταραμένη που σου έκλεινε την ορατότητα καθώς έβγαινες από το πάρκινγκ.
Α δε σας είπα... Πήρα αυτοκίνητο. Να προσέχετε. Στριτ κίλλερ ελεύθερος σαν σκοπευτής. Με έφαγαν τα λεωφορεία και ο ποδαρόδρομος τόσο καιρό οπότε είπα να φάω κι εγώ κανέναν μπας και ισορροπήσει η κατάσταση. Τις μέρες αυτές ανακάλυψα μια καινούρια Αθήνα. Γειτονιές σχεδόν δίπλα μου που δεν ήξερα ότι υπήρχαν. Πλατείες μικρές με παιδιά να παίζουν ανάμεσα σε δέντρα - αυτά τους ξέφυγαν των εμπρηστών αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία - γιαγιάδες να κάθονται σε παγκάκια να ξαποστάσουν στη σκιά. Ωραία πράματα.
Τελικά είναι ωραία η Αθήνα όταν την σεργιανάς. Ειδικά αυτή την περίοδο που είναι πιο ανθρώπινη. Ένα περίεργο πράγμα όμως... Μου θύμισε την Κέρκυρα. Όπως είναι τώρα, με τα παραπάνω αυτοκίνητα να τρέχουν στους δρόμους της και τους πεζούς να κινούνται στα σοκάκια και τους πεζόδρομους.
Κι εκεί σταμάτησα να γκρινιάζω. Απόλαυσα όσο μπορούσα τη διαδρομή - μέχρι που ένας ταρίφας άρχισε να κορνάρει πίσω μου γιατί τού κλεινα το δρόμο, αλλά 'ντάξει ψιλοχέστηκα αν κόρναρε - και γύρισα στο σπίτι χαμογελώντας μετά από πολλές μέρες.
Καλά μας κουράγια γείτονες κι αν δείτε μια τρελή να έχει κλείσει το δρόμο κάτω από το σπίτι σας χαζεύοντας τις αυλές, πείτε μια καλημέρα. Μια γνώριμη σας τρελή θα είναι που ανακάλυψε άλλη μια ανθρώπινη γειτονιά.

(2 και κάτι χρόνια μετά από την συγγραφή του συγκεκριμένου απορώ κι εγώ η ίδια... τι έπινα και τα έγραφα μου λέτε;)

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Να περιαυτολογήσω; Ναι ρε γαμώτο... (γαλλικά άνευ διδασκάλου)


Το ότι είμαι γκρινιάρα το έχω πει αμέτρητες φορές. Το ότι έτσι και φορτώσω αρχίζω τα γαλλικά με τρομερό αξάντ μάλιστα, το έχουν διαπιστώσει αυτοί που κατά καιρούς μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν τα γραφόμενα μου, ή αυτοί που είχαν την ατυχία να βρεθούν κοντά μου την ώρα της παράδοσης των γαλλικών μαθημάτων... Ούτε μπετατζής τέτοια ποικιλία...
Παράλληλα όμως είμαι και τρομερά καλό (δε θέλω σχόλια, γελάκια και γκριμάτσες γιατί θα σας πάρει ο εξ απόδω το σόι ολάκερο εκτός από τη στρίντζω τη θειά σας που σας κατασάλιωσε στα φιλιά χριστουγεννιάτικα) παιδί, ειδικά αν με πετύχεις σε φάση αγγελικά στημένη με όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις περίτεχνα τακτοποιημένες ώστε να έχω πέσει σε νιρβάνα και να μην αντιδρώ στην οποιαδήποτε καφρίλα δω ή ακούσω.
Θεωρώ πως έχω την αίσθηση του χιούμορ και μου αρέσει τρομερά να αυτοσαρκάζομαι αλλά και να γονατίζω τους άλλους στο πείραγμα και δέχομαι όλα τα πειράγματα που γίνονται καλοπροαίρετα, αλλά προσοχή... μην το παραχέσεις το θεματάκι και μην τολμήσεις να μιλήσεις και να πεις χοντράδα για άτομα που αγαπάω γιατί με απλά λόγια την έχεις π...τσίσει αγρίως. (όχι οι τελίτσες δεν είναι για να βρούμε το κρυμμένο γράμμα αλλά για να μη μας πιάσει λογοκρισία).
Θεωρώ επίσης πως έχω τρομερή υπομονή... Αντέχω ρε παιδί μου... τραβάω και στην ανηφόρα και συνήθως δεν τα παίρνω πολύ εύκολα... αλλά για καλό και για κακό... μαρκάρεται την έξοδο από την αρχή ειδικά αν έχετε σκοπό να μου σπάσετε τα ούμπαλα με ότι μαλακία σας κατέβει από το κενό αέρος που έχετε πίσω από το μέτωπό σας...
Τώρα θα μου πείτε... και γιατί μας πρήζεις καλό μου; Σας πρήζω γιατί βλέπω πολλούς γύρω μου που τραβά ο οργανισμός τους τη μετεκπαίδευση σε ξένες γλώσσες και το βλέπω θ αρχίσουμε τα εντατικά φροντιστηριακά μαθήματα λίαν συντόμως...
Γιατί μέσα στην τρέλα μου και την παράνοια μου θυμήθηκα πάλι όλους τους λόγους για τους οποίους έχω κάθε δικαίωμα να μπινελικώνω, να αντιδράω και παράλληλα να μη νιώθω και τύψεις γι' αυτό
Γιατί όπως και να το κάνουμε πέρασε πολύς καιρός,  κατά τον οποίο ελάχιστα σας έπρηξα και ελάχιστα σας μπινελίκωσα ρε κουφάλες και κανονίστε την πορεία σας γιατί είσαστε στο παρά πέντε της νέας κυνηγετικής περιόδου.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Κόκκινη κλωστή δεμένη... Παραμύθι για δυο λέξεις και ένα χαμόγελο


Το παλεύω από εδώ το παλεύω από εκεί και το μόνο που βγαίνει είναι ένας λυγμός.
Λυγμός για όλα αυτά που θέλω να πω και δε βρίσκονται λέξεις και για όλα εκείνα που θέλω να κάνω μα βρίσκω μπροστά μου βουνά. Οι λέξεις μοιάζουν τόσο φτωχές ώρες ώρες που απορώ πως γράφτηκαν τόσα πράγματα κατά καιρούς.
Και τελικά τι στόχο είχαν;
Μήπως τελικά το παραμύθι είναι ακριβώς εδώ; Για δυο λέξεις που πίστεψαν πως θα γεμίσουν το χαρτί και ένα χαμόγελο που έπεσε από κει που ήταν κολλημένο; Θαρρώ πως ναι. Εκεί είναι το νόημα...

Παραμύθι για δυο λέξεις και ένα χαμόγελο.
Μια φορά κι έναν καιρό η λέξη ελπίδα συνάντησε τη λέξη όνειρα δίπλα σε ένα χαμόγελο σκαλωμένο σε ένα παιδικό πρόσωπο.
Αποφάσισαν μαζί να κρεμαστούν στις άκρες του χαμόγελου και να σταθούν εκεί για να βλέπουν τον κόσμο από ψηλά - έτσι θαρρούσαν - και μαζί να κάνουν το παιδικό πρόσωπο γνωστό στα πέρατα του κόσμου.
Το παιδικό προσωπάκι έμοιαζε πολύ χαριτωμένο με την ελπίδα και τα όνειρα κρεμασμένα στο χαμόγελο του και όλοι το βλέπαν και το θαύμαζαν και το καμάρωναν.
Όμως σύντομα δυο άλλες λέξεις έσκασαν μύτη από το πουθενά και ζήλεψαν το χαμόγελο του παιδικού προσώπου. Οι λέξεις θλίψη και πόνος θύμωσαν που είδαν τα όνειρα και την ελπίδα να στέκονται χαρούμενες στις άκρες του χαμόγελου.
Πήραν φόρα να πιαστούν κι αυτές εκεί. Πήδηξαν ψηλά μέχρι τις άκρες του χαμόγελου και πάλεψαν με την ελπίδα και τα όνειρα. Το παιδικό χαμόγελο αντιστάθηκε. Κάθε φορά που τις έβλεπε να πηδούν έβαζε την ελπίδα και τα όνειρα να αντιστέκονται με όλες τις δυνάμεις τους.
Και κράτησε για καιρό αυτή η μάχη. Και κάθε μέρα που περνούσε η ελπίδα έχανε τις δυνάμεις της. Και η η θλίψη και ο πόνος κέρδιζαν έδαφος. Και τα όνειρα άρχισαν να εξασθενίζουν κι αυτά. Και στο τέλος τα όνειρα έσβησαν και η ελπίδα πέθανε. Και η θλίψη και ο πόνος κρεμάστηκαν από τις άκρες του χαμόγελου και πιάστηκαν εκεί μέχρι που τις γύρισαν ανάποδα.
Κι αυτό ήταν το παραμύθι για ένα χαμόγελο με όνειρα και ελπίδες που το νίκησαν η θλίψη και ο πόνος. Και αν δεν σας άρεσε το παραμύθι μου ή αν το θεωρείται απλά ένα παραμύθι απλά κοιτάξτε γύρω σας.
Και για όσους περίμεναν κάτι πιο εντυπωσιακό λυπάμαι αλλά μας τελείωσε.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Μια ιστορία χωρίς τίτλο.


Το ότι είμαι αλαφροΐσκιωτη είχε φανεί από νωρίς. Κάτι φωνές εκεί που δεν υπήρχαν κάτι σκιές στο πουθενά κάτι ονείρατα που για να τα ερμηνεύσεις έπρεπε να είσαι πυρηνικός φυσικός ή να έχεις μασήσει όλες τις δάφνες της Πυθίας και να βγάλεις χρησμούς ήρθαν κι έκαναν τη μάνα μου  να ωρύεται κατά καιρούς πως θα γίνω αλλοπαρμένη και δακτυλοδεικτούμενη. Τι να με μπουφλίζει τι να με φοβερίζει εγώ εκεί. Να τα βλέπω και να τα ακούω όλα με το δικό μου μοναδικό και αλλοπρόσαλλο τρόπο. Ξύπναγα το πρωί και δήλωνα απλά πως σήμερα κάτι θα γίνει. Και κάτι θα γίνει σοβαρό. Που να πιστέψει η δόλια μάνα ότι το παιδί της είχε αυτό που λένε χάρισμα. Βλαμμένο το έλεγε. Και όταν γινόταν το κακό τότε έφταιγε η γρουσουζιά μου. Αντίθετα αν γινόταν κάτι καλό τότε απλά ήταν σύμπτωση.

Ήταν όμως βρε παιδί μου να μην ανοίξω το στόμα μου. Άμα έλεγα κάτι, που η γη να γύρναγε ανάποδα, που  να αδειάζαν τα καζάνια της κολάσεως θα γινόταν. «Δεν πάω μάνα σχολείο σήμερα με το λεωφορείο» της δήλωσα ένα πρωί. Άρχισε η γυναίκα να τραβά τα μαλλιά της νομίζοντας πως βρήκα νέα δικαιολογία να κάνω κοπάνα την πρώτη ώρα. «Τι στην τύφλα σου είδες πάλι;» φωνάζει από το μέσα δωμάτιο η γιαγιά μου -; ναι πάντα τρυφερή και στοργική ήταν η γιαγιά μου -; «σκατά στα μάτια σου να πεις και να κουνήσεις τον κώλο σου γιατί θα το χάσεις το λεωφορείο». Καβγάς γκρίνια πανικός αλλά εγώ σε λεωφορείο δε μπήκα. Ανέλαβε η γιαγιά να με συνοδεύσει πεζή στο σχολείο -; τιμωρία και καλά της μάνας μου ώστε να μην κάνω σκασιαρχείο. Δεν είχαμε καλά καλά διανύσει το πρώτο χιλιόμετρο -; 5 χιλιόμετρα απόσταση ήταν το σχολείο -; όταν βλέπουμε κόσμο μαζεμένο φασαρία και αυτοκίνητα μποτιλιαρισμένα στο δρόμο πολλά. Μεθυσμένος ο οδηγός του λεωφορείου -; μα πρωί πρωί κι αυτός; - έριξε το λεωφορείο πάνω σε ένα τρακτέρ με αποτέλεσμα να χτυπήσουν οι επιβάτες του και να πάθει και έμφραγμα από την ταραχή του ο οδηγός.

Η μάνα μου όταν το έμαθε έπαθε σοκ. Δεν πίστευε. Ρώταγε και ξαναρώταγε. Πως τι πού το ήξερα. Εγώ να μη μπορώ να εξηγήσω. Απλά το'; ξερα. Χωρίς που, πως και γιατί. Μόνο το ήξερα.
Η μάνα δεν είπε τίποτε ξανά. Μόνο που και που με ρωτούσε αν έχω κάνα προαίσθημα. Αν είδα κάτι. Και τότε το μάτι της γέμιζε αγωνία και προσμονή. Μα και ένα φόβο ανεξήγητο. Σα να την τρόμαζε αυτό που γινόταν. Κι εγώ για να μην τη στεναχωρώ έλεγα όχι. Και όλο όχι έλεγα και ποτέ ξανά δεν ανέφερα φωνές και ονείρατα παρά μόνο πολλά χρόνια μετά.

Το να προσπαθείς να ζήσεις με ένα φόβο είναι σα να τρέχεις διαρκώς έναν αγώνα ταχύτητας και να βγαίνεις πάντα δεύτερος. Το να προσπαθείς να ξεπεράσεις το φόβο σου με το να τον παραβλέπεις - και μάλιστα σε λάθος στιγμές - είναι μαθηματικώς εξακριβωμένο ότι αυτό που φοβάσαι θα το βρεις μπροστά σου και ειδικώς στη στιγμή που δεν το περιμενεις. Εκεί που χαλαρώνεις και λες οκ το ξεπεράσαμε κι αυτό η γαμημένη η τύχη θα στα φέρει έτσι και θα καταλάβεις πως σκατά ξεπέρασες. Όλα εκεί είναι. Κρυμμένα στις σκιές και περιμένουν να χαλαρώσεις.

Κάπως έτσι έγινε και με μένα. Αυτά που φοβόμουν πως θα "έβλεπα" τα έβλεπα ότι και να γινόταν. Με το να μη μιλάω γι' αυτά το μόνο που κατάφερνα ήταν όταν ερχόταν η στιγμή απλά να μην έχω κάποιον να του πω "στα λεγα εγώ". Κι αυτό ήταν και το γαμώτο που με έτρωγε. Μέσα στην προσπάθεια να μη με περάσουν για φρικιό, αλαφροίσκιωτη βλαμμένο αλλοπαρμένο και όλα τα σχετικά τα εις ενο, και μέσα στη λογική του  να μη φρικάρω άλλο την έρμη τη μάνα μου πάντα όταν κάτι από αυτά τα προαισθήματα έβγαινε αληθινό, μου έμενε το γαμώτο ότι αν το είχα πει θα καταλάβαιναν τώρα πως κάθε άλλο παρά βλαμμένο είμαι...

Η Αδέλλα μπήκε στη ζωή μου πολλά χρόνια μετά. Ψηλή και νταρντάνα με ένα τσιγάρο μονίμως κρεμασμένο στα χείλη της και με ένα κορακίσιο ίσιο μαλλί, η πρώτη εντύπωση που μου έδωσε ήταν πως κάτι το εξωπραγματικό έτρεχε μ αυτήν. Η ίδια δήλωνε σμυρνιά αλλά για να πω την αλήθεια ήταν κάτι που ούτε μπορούσα να το διασταυρώσω ούτε όμως και να το αμφισβητήσω μιας και δεν είχα καμιά σχέση με σμυρνιές ως τότε. Μόνιμος σύντροφος της μια χιλιοτριμμένη τράπουλα που κουβαλούσε μαζί της όπου κι αν πήγαινε και που όποτε έβρισκε ευκαιρία - και τραπέζι μεγάλο για να χωρέσουν - τα άπλωνε και σου έλεγε τα μελλούμενα.

Χρόνια μετά κατάλαβα πως μέσα σε όλη αυτή τη μαγεία που έκρυβε η Αδέλλα  σαν φιγούρα και όλα αυτά τα κόλπα με τις τράπουλες και με διάφορα άλλα ξόρκια που κατα καιρούς επιστράτευε για να "ξορκίσει" το κακό, το μάτι, την γκαντεμιά και γενικώς ότι δεν της καθόταν καλά υπήρχε και μια δόση θεάτρου με καταπληκτικές ομολογουμένως ερμηνείες.

Δεν ήθελες τι ζωή σου από το φόβο όταν "έβλεπε" κάτι το τρομερό στα χαρτιά. Άρχιζε να γυρνά το κεφάλι γύρω γύρω να αναστενάζει βαθιά, - κάποιες φορές έπερνα όρκο ότι βούρκωνε κιόλας- και μετά σου έσκαγε τη βόμβα. Κυρά Ευτέρπη στο φορά το κέρατο ο μπαγάσας ο Γιάννακης. Όπου η κυρά Ευτέρπη ακούγοντας το τραγικό μαντάτο δεν περίμενε διόλου. Έφευγε τρέχοντας με την εμπριμέ ρόμπα να ανεμίζει μισοκουμπωμένη γύρω από τα κοντόχοντρα της γόνατα και γύρναγε άρον άρον στο σπίτι - αφού φυσικά τα είχε ακουμπήσει στην Αδέλλα κανονικότατα - για να αρχίσει τη μουρμούρα στον έρμο τον Γιαννάκη, ένα ανθρωπάκι που το μόνο που μπορεί να της φόραγε της Ευτέρπης ήταν το τηγάνι κολλάρο αν ποτέ εύρισκε το θάρρος να εκφράσει την αγανάκτηση του.

(του μπι κοντινιεντ)

Ο εφιάλτης στο δρόμο με τους στόκους (ή αλλιώς "Καλό μου πλυντήριο πόσο σ αγαπώ")


Καημό το είχα ρε παιδί. Χρόνια ολάκερα ένα πράμα. Καημό να αγοράσω πλυντήριο πιάτων να γλυτώσω τη μπουγάδα του κατσαρολικού. Γιατί πες μου ότι θες, βάλε με να κάνω ότι δουλειά θες. Μη με βάλεις μόνο να ξεσκονίσω να σιδερώσω και να πλύνω πιάτα. Θα μου πεις βέβαια, αμα δε κάνεις κι αυτά τι σκατά θα κάνεις κυρά μου μέσα στο σπίτι; Ε πως. Τόσες άλλες δουλειές έχει το σπίτι. Από βαριές μέχρι ελαφρές. Ανέλαβε εσύ αυτά τα τρία και εγώ σου κάνω όλα τα υπόλοιπα.
Το έχω χρόνια τώρα φιλοσοφήσει το πράμα. Και ενώ για το σιδέρωμα βρήκα λύση - καταργήσαμε τα πουκάμισα επί τω πλείστων - για το ξεσκόνισμα τι να κάνω το ανέχομαι με βοηθό μου το σουίφερ - πως το λένε εκείνο το θαυματουργό πανί - με τα πιάτα είχαμε θέμα. Ή θα τα έπλενε άλλος ή θα έπερνα πλυντήριο. Κι επειδή το πρώτο πολύ σπάνια παίζει κατέληξα στο δεύτερο.
Και το πήρα. Μεταλλικό χρώμα, μικρό να χωρά στον πάγκο επάνω μιας και ο σπιτονοικοκύρης - που να του καεί το βίντεο, το ντιβιντί, το δορυφορικό και να μένει αξύριστη η γυναίκα του συνέχεια - δεν είχε προβλέψει χώρο στο ντουλάπι.
Και το καμάρωνα και το ξεσκόνιζα μέχρι να συνδεθεί - με τις συνδέσεις τον συσκευών έχω άλλο θέμα πάλι, πάντα αγοράζω συσκευή και τη συνδέω δέκα μέρες μετά - και επιτέλους μετά από πολλές μετάνοιες βρήκαμε υδραυλικό. Όοοοοοοοοοχι βέβαια έλληνα. Σιγά μην ερχόταν έλληνας για μια τέτοια ψιλοδουλειά. Ρουμάνος. Που αφού το κοίταξε απ' εδώ, το κοίταξε απ έκεί σα να ήταν μηχάνημα του διαβόλου απεφάνθει... "Πρέπει κάνουμε τρύπα σε ντουλάπι"...
Όπα φρένο μάστορη γιατί καραδοκεί και ένας σπιτονοικοκύρης κολλημένος - αλλοδαπός κι αυτός μην το ξεχνάμε. Κι εκεί κολλά το θέμα. Δώσε βρε κουμπάρε άλλη ιδέα έτσι που να χαρείς τη Ρουμανία σου.
Άλλη λύση να το βάλουμε μέσα στο ντουλάπι - κάτω από το νεροχύτη - αλλά θα πρέπει να βγουν οι πόρτες του ντουλαπιού.
Βουρ λέει το έτερον ήμισυ. Φρένο λέω εγώ. Μ' έτρωγε βλέπεις το όλο θέμα. Βρε λες να έχουμε αγκαλιές με τον σπιτονοικοκύρη; Βρε κάτσε μην ανοίξουμε πόλεμο τώρα που λήγει και το συμβόλαιο μας και καμιά διάθεση δεν έχω να παίζω πάλι το δράμα του ξεριζωμένου και να ψάχνω καλοκαιριάτικα για νέα φωλιά να στεγάσει τη μούρλα μου.
Στήνω καρτέρι στον σπιτονοικοκύρη - που αν δεν το είπα το λέω τώρα, να του πιάσει ψύλλους το κεφάλι και να μην τις βγάζει με τίποτε - του αναφέρω το συμβάν με το ωραιότερο χαμόγελό μου και με το βλέμα το τσαχπίνικο να τρεμοπαίζει... κι εκεί αρχίζει η σφαγή.
Και δε θα μου καταστρέψεις εσύ το σπίτι. Και δε θα κάνεις τρύπες και δε θα ξηλώσεις πόρτες.
Μάταια να παλεύω εγώ να του εξηγήσω πως ουδεμία τέτοια πρόθεση είχα. Το μόνο που ήθελα η έρμη ήταν να κάνω τη ζωή μου πιο εύκολη.
Να φωνάζει να χτυπιέται και να ωρύεται - με δεύτερη φωνή τη γυναίκα του ξέχασα να σας πω, που αν δεν το ανάφερα το αναφέρω τώρα που να της πέσει το βυζί και να σπάει τα μάρμαρα όποτε ανεβαίνει στον τρίτο - και εγώ να παλεύω να καταλάβω ποιος του πάτησε το λαιμό και δεν τον είδα.
Κι εκεί που λέω από μέσα αει σιχτίρ εσύ και η Αλβανία σου και ο μαλάκας που σας επέτρεψε την είσοδο στη χώρα, ακούω το φοβερό και τρομερό "Δεν έδωσα εγώ έγκριση για πλυντήριο πιάτων. Δε συμφώνησα να το αγοράσεις".
Κι εκεί μεταξύ μιας σειράς εγκεφαλικών και οξέων εμφραγμάτων του μυοκαρδίου από τα νεύρα και την απορία και ενώ ήδη έχω αρχίσει και τον πλησιάζω με τα χέρια απλωμένα ενώ παράλληλα νιώθω τα χέρια της πεθεράς να με τραβάν με μανία προς τα πίσω, αναρωτιέμαι...
Πόσο μαλάκας πρέπει να είναι ο άνθρωπος για να μου λέει πως πρέπει να του ζητήσω την άδεια για τις αγορές που κάνω;
Πόσο μαλάκας πρέπει να είναι για να επικαλλείται κάτι τέτοιο μπροστά σε μια τρελή που ήδη το μάτι της έχει κάνει δυο ολόκληρες στροφές και μια μισή;
Πόσα παράθυρα στοκάρω με το στόκο που έχει στο μυαλό του ο συγκεκριμμένος;
Γιατί ρε γαμώτο όσο και αν το έψαξα το θέμα πουθενά κανένας νόμος δε λέει πως ο ενοικιαστής πρέπει να ζητά την άδεια από τον ιδιοκτήτη για να αγοράσει το οτιδήποτε.
Για την ιστορία και μόνο το πλυντήριο λειτουργεί. Το πως είναι άλλο θέμα. Το αν θα αγκαλιαστούμε ξανά με τον σπιτονοικοκύρη αυτό είναι άλλο πάλι.
Η συνέχεια του θέματος επί του πλυντηρίου...

(update)
Δεν ξέρω ποιος ευθύνεται και ποιος με εκδικείται πάντως μετά τη μετακόμιση στη Θεσσαλονίκη το πλυντήριο πιάτων ξαναμπήκε στο κουτάκι του δεδομένης της έλλειψης χώρου στα ντουλάπια της κουζίνας... αν ξέρετε κάποιον καλό φτηνό επιπλοποιό να μου το πείτε... να μου φτιάξει το θρόνο του γιατί πολύ μου λείπει να ξέρετε).

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Κυψέλη - Πράκτικερ η διαδρομή του τρόμου



Διάβασα πρόσφατα στο μπλόγκο της ΄γειτόνισσας μου της πριγκηπέσας της τρελής ( ε ρε μούρλα που κουβαλά αυτός ο σέρβερ κι ακόμη δεν έπεσε ο έρμος) για κάτι εξορμήσεις σε πράκτικερ και ικέα αλαμπρατσέτα με τον σύζυγο (όποιος έχει άγνωστες λέξεις να ρωτά ή να κουνά τον κώλο του και να ψάχνει και στο γούγλι τίποτις, δεν είναι μόνο για τσάτ και σάιμπερ το ρημάδι το διαδίκτυο  και αφού γέλασα και το χάρηκα ιδιαιτέρως είπα να κάνω το λάθος να γράψω κι εγώ την πρόσφατη εμπειρία μου (όχι που δε θα είχα καλή μου γειτόνισσα ανάλογη εμπειρία από το σπόρ αυτό) από την εξόρμηση με το δικό μου σύζυγο (και με το δικό μου αυτοκίνητο βεβαίως βεβαίως - εμ το έβγαλα στο δρόμο το ρημάδι επιτέλους).
Μπαίνω στο καλογυαλισμένο τουτού μου (είπαμε καινούριο το κόσκινο ψηλά το κρεμάμε) μπουκάρει και με τρελό χαμόγελο ο σύζυγος στο διπλανό κάθισμα, ζαλωνόμαστε τις ζώνες (είμαστε και νομοταγείς τρομάρα μας), με κοιτά όπως κοιτάς το Νίκι Λάουντα όταν βάζει μπροστά την φόρμουλα του και αφού έκανα και το σταυρό μου (στα κρυφά μην καρφωνόμαστε κιόλας και χαλάσω και το ίματζ μου) βάζω μπροστά το φιατάκι και περιχαρής ξεκινάμε για τη διαδρομή.
Μπράβο μου το θηρίο το πήρα το τσούλησα το τουτού, κορδώνομαι κοιτάω δεξιά αριστερά μπρος πίσω τα πάντα όλα αμεεεεεεεεεεε οδηγάρα η δικιά σου και ο σύζυγος χαμογελαστός. Χαράζουμε και πορεία μη σκάς μου λέει όπου δεν ξέρεις το δρόμο εγώ θα σου λέω, έχε καλό μου και το νού σου λιγάκι μπας και περάσουμε κάνα πεζό από πάνω και τον πληρώνουμε και άμα δεις και κανα κουλό βούτα και το χειρόφρενο να γλιτώσουμε κάνα κακομοίρη τροχονόμο από την άδικη την ώρα.
Πατησίων ώρα 6 το απόγευμα και να γίνεται μαύρος χαμός. Που με πας καλέ εδώ μέσα λέω εγώ στο έτερον ήμισυ σους προχώρα καλά τα πάς μου λέει πάτα λίγο γκαζάκι μόνο και μην το πας δεξιά πολύ πεζοδρόμιο έχει, μωρέ αν προχωρούσα καλύτερα θα πήγαινα σκέφτομαι εγώ άσε που και τα πεζοδρόμια πολύ στο κέντρο του δρόμου τα κάναν γαμώ τους σχεδιαστές του οδικού μας δικτύου δηλαδή.
Τρομάρα μου εγώ με τα πόδια ακόμη και παιδεύομαι να βρώ το δρόμο άντε τώρα να βρώ την Πειραιώς μέσω Ομόνοιας που δεν έχω καταφέρει ακόμη ούτε την Ομόνοια να βρω χωρίς χάρτη. Θα πάρω αυτή τη βλακεία που του γράφεις που θες να πας και σε κάθε στροφή ακούγεται η σέξι η μαντάμ να λέει στρίψε αριστερά στρίψε δεξιά όχι αυτό βόδι είναι αριστερό φτού σου βλάκα το χασες το στενό πάμε πάλι από την αρχή.
Μου σβήνει το αυτοκίνητο 3-4 φορές σε φανάρι, κορνάρουν οι κάφροι, ακούω κάτι χαριτωμένα του στυλ πάνε κυρά μου στην άκρη, άντε σπίτι σου να μαγειρέψεις κάνα φαΐ να πλύνεις κάνα ρούχο, το έτερον ήμισυ να έχει γραπωθεί από το χερούλι της πόρτας και να με εμψυχώνει κι εγώ και καλά αμέριμνη να διασχίζω ίδια street killer τους δρόμους μέχρι το πράκτικερ.
Αισίως και αφού πέρασα ένα φανάρι με κόκκινο (δεν είδα κάν ότι έχει φανάρι) και αφού μπήκα με μπαντιές στο χώρο πάρκινγκ του πράκτικερ και πάρκαρα το αμάξι αριστοτεχνικά (σε χώρο που λογικά έμπαινε τριαξονική νταλίκα μαζί με το ρυμουλκό) μπαίνουμε μέσα και αρχίζουμε να ψωνίζουμε τα απαραίτητα για να εξοπλίσουμε το τουτου.
Πρώτα πήρα ένα τεράστιο Ν  να φαίνεται καλά (στον επιγραφοποιό που ζήτησα να μου το φτιάξει από νέον δεν βρήκα άκρη γιατί δεν μπορούσαμε να το συνδέσουμε με τον αναπτήρα ώστε να αναβοσβήνει γαμώτο) πήρα και πατάκια και φαρμακείο (αχρείαστο να 'ναι) πήρα και κάτι γελοίες ψάθες με τον τουϊτυ πορτοκαλί όσο δεν πάει, γυρναμε να βρούμε κι άλλα χαζά και μετά αποφασίζουμε πως ώρα είναι να φεύγουμε να προλάβουμε να γυρίσουμε πριν νυχτώσει σπίτι μην εκτεθούμε κιόλας νυχτιάτικα που δεν έχουμε ξανα σοφάρει στα σκοτάδια.
Άντε πάλι να πηγαίνουμε σα χελώνες να κορνάρουν οι από πίσω να βρίζουν μόλις προσπέρναγαν να μου σβήνει στα φανάρια και ν ακούω βρίσιμο να κοιτάω και στο πλάι το έτερον ήμισυ να δω αν κάνει παράκληση στον Αγιο Χριστόφορο τον προστάτη των οδηγών να μας πάει καλά στο σπίτι άντε να έχει πιάσει ήδη νύχτα κι εγώ να προσπαθώ ν ανάψω φώτα και να ανάβω τους γυαλοκαθαριστήρες. Να απορώ με τα μουλάρια που κόρναραν ενώ βλέπαν το μεγάλου μου Ν να βρίζω τους ταξιτζήδες που κάναν κουλά και μου κλείναν το δρόμο και επιτέλους κάποτε φτάνουμε στο σπίτι και αφού κάνω 3 φορές το γύρο του τετραγώνου καταφέρνω\ και βρίσκω το στόχο έεεεεεεεε το πάρκινγκ (έπρεπε να ζαλίσω το τετράγωνο πρώτα για να μου βγει σωστό το παρκάρισμα) και ευγνωμονόντας το θεό  που η πρώτη δοκιμή στέφτηκε με επιτυχία (ποιος ήρθε;) άραξα στο μπαλκόνι κάνοντας ασκήσεις γιόγκα (στο έτερον ήμισυ για να ξεπεράσει το ψυχολογικό τραύμα).
Κανείς για βόλτα?

(μετά από αυτό και με συνοπτικές διαδικασίες τις οποίες χαμπάρι δεν πήρα το τουτού επωλήθη αλλά εμένα μου είπαν ότι το κλέψαν νύχτα γιατί το είχα παρκάρει στην Κυψέλη... άτιμη κενωνία...)

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Καλοί μου γείτονες

Καιρό τώρα έχω τάξει να μιλήσω για τη γειτονιά μου - την καινούρια εδώ στην Κυψέλη όχι την παλιά εκεί στο νησί αν και προτιμώ πραγματικά να μιλώ γι αυτήν - και θαρρώ πως ήρθε η ώρα του να γίνει κι αυτό - γιατί κακά τα ψέματα αναβολή στην αναβολή χάσαμε το τραίνο και άντε τώρα να περιμένεις να περάσει το επόμενο άσε που σε λίγο θ' αρχίσει και ο Βασίλης (πεσλακ) να δέρνει και δεν το αντέχω το ξύλο και είναι και μπρατσωμένος τρομάρα του - και να πάμε γι άλλα.
Μένω σε έναν κεντρικό δρόμο στην Κυψέλη, γεμάτο με παρκαρισμένα αυτοκίνητα και πολυκατοικίες του 1820 - δεν είναι τόσο παλιές αλλά σου δίνουν την εντύπωση ότι από κάπου θα σκάσει μύτη η Μπουμπουλίνα και ο Κολοκοτρώνης μπαρουτοκαπνισμένοι, τόσο γκρίζες είναι - και στις πολυκατοικίες αυτές ζουν ή έχουν μαγαζιά λογιών λογιών βλαστάρια.
Πολλοί αλλοδαποί όπως σε όλη την Κυψέλη, Έλληνες που μένουν σε διαμερίσματα πληρώνοντας ενοίκιο στους αλβανούς που τα έχουν αγοράσει, καταστηματάρχες που σκοτώνουν την ώρα τους λόγω αναδουλειάς στην πόρτα του καταστήματος τους βγάζοντας και τη σφεντόνα που και πού μπας και πετύχουν κανέναν και μπει στο μαγαζί να ψωνίσει.
Ο ψιλικατζής - ο ένας από τους δυο - ο Βαγγέλης τύπος κλασικός και βαριεστημένος. Αραχτός να κλαίει τη μοίρα του που τον έκανε ψιλικατζή και παιδεύεται όλη μέρα - κλαίγεται αλλά δεν το πουλά το ρημάδι να το αγοράσω εγώ να κλαίω κι εγώ τη μοίρα μου μετά και να κονομάω τρελά αραχτή και άνετη δίπλα στο σπίτι μου ακριβώς - και σιχτιρίζει την τύχη του "που αυτός όλη μέρα πουλά μαλακίες ενώ η γυναίκα του η Ελένη το ξύνει στο σπίτι" - δε μου εξήγησε όμως ποτέ το πως γίνεται η έρμη η γυναίκα να το ξύνει με δίδυμα παιδιά και όλες τις άλλες δουλειές που τις φορτώνει ο Βαγγελάκης της  που "αει σιχτίρ καμιά μέρα θα τον στείλω για τσάι έτσι γκρινιάρης και υποχόνδριος που είναι ο βλάκας" που λέει και η γυναίκα του η Ελένη.
Χαρακτηριστικές φιγούρες και οι δυό τους. Ο Βαγγέλης είναι και φιλόμουσος τρομάρα του. Μαθαίνει κιθάρα να σκοτώνει την ώρα του και δε μπορώ να πω, παρόλο που τα αυτάκια μου μαθημένα στις φιλαρμονικές της Κέρκυρας κακοποιούνται βάναυσα από τους ήχους του κάνει φιλότιμες προσπάθειες.
Δίπλα του ακριβώς ο κύριος βουλκανιζατέρ ταλαιπωρεί μια κρητική λύρα. Ή μάλλον ταλαιπωρούσε πριν λίγο καιρό. Γιατί μια μέρα δεν άντεξα... μόλις τους άκουσα - ψιλικατζή και βουλκανιζατέρ - να παίζουν ντουέτο το "Δυο φάλτσα και μια στριγκλιά για λύρα και κιθάρα  τους είπα ατάλαντους και βιαστές της μουσικής οπότε ο βουλκανιζατέρ που πίσω από τη μουστάκα - τρομάρα του είναι σα μπακαλιάρος με μουστάκι - είναι ευαισθητούλης σταμάτησε να παίζει. Ή τουλάχιστον δεν παίζει όταν σκάω μύτη εγώ στη γειτονιά. Όχι θα τον άφηνα.
Τις καθημερινές οι γείτονες μου έχουν μια βαριεστημάρα τρομερή θαρρείς και σκέφτονται συνεχώς το άν θα αυτοκτονήσουν από ανία ή αν θα συνεχίσουν να σέρνουν τα πτώματα τους στο δρόμο αυτό της Κυψέλης που είχε την τύχη ή την ατυχία να τους φιλοξενεί.
Τα μαγαζιά - εκτός του ψιλικατζίδικου του Βαγγέλη  - 9 το πρωί είναι κλειδαμπαρωμένα και εφτασφράγιστα και οι ιδιοκτήτες ράθυμοι και αγουροξυπνημένοι - είπαμε αν έχετε άγνωστες λέξεις ανοίχτε και κάνα λεξικό να ξεστραβωθείτε βούδια - μαζεύονται στον ψιλικατζή και χασμουριόνται ομαδικώς μέχρι ο καϊφές που παρανόμως ψήνει ο Βαγγελάρας τους φτάσει ως τη φτέρνα. Μόλις αρχίσει και στις φλέβες τους τρέχει καφεΐνη τότε σαν από θαύμα αρχίζουν να κινούνται σαν τα μερμήγκια και κυνηγάνε πάλι τους πελάτες με τις σφεντόνες που λέγαμε στο ΠΑΡΤ ΟΥΑΝ. Ανάμεσα στο κυνήγι κάνουν και διαλείματα για κοινωνική κριτική -  "για δες ρε Βαγγέλα τη χοντρή που κατέβασε πάλι τα σκουπίδια με το νυχτικό και είναι τρομάρα της σα να έβγαλε βόλτα το αντίσκηνο" , "ε ρε και να μουνα φούρναρης να τη ζυμώσω τη μικρή του φούρνου να δει πως τα πλάθουν τα κουλουράκια που αυτά που μας πουλάει είναι σαν τα τούβλα του Κώστα δίπλα στη μάντρα οικοδομών". Τώρα θα μου πείτε... έχει φάει τα τούβλα του Κώστα ο βουλκανιζατέρ και μπορεί να κάνει σύγκριση τρομάρα του; Τι να σας πω θα σας γελάσω...
Δίπλα τους η κυρια Windows - όχι δεν έχει σχέση με υπολογιστές, όλη μέρα πρωινάδικα βλέπει και βραζιλιάνικες σειρές, απλά πούλα πορτοπαράθυρα - σεργιανά τη γειτονιά φτιάχνει το μπούστο για να μπορεί ο βουλκανιζατέρ να παίρνει μάτι καλύτερα και κάθεται αραχτή και φαινομενικά ήσυχη όταν σκάει μύτη ο κύριος windows ΄στο μαγαζί. Μόλις φύγει, βγαίνει πάλι στην πόρτα και χουφτώνει τα στήθια με νόημα πριν αρχίσει πάλι να τα τακτοποιεί με κλίση προς τα έξω και προς τέρψιν του βουλκανιζατέρ.
Απολαμβάνω να τους χαζεύω, να τους πειράζω και να τους τσιγκλάω. Μα η μεγαλύτερη απόλαυση είναι όταν τους βάζω να τσακώνονται μέσα στο ψιλικατζίδικο αρχίζοντας τα σχόλια για καταπιεσμένες γυναίκες και άντρες θύματα - συνταγή που παραδόξως πιάνει πάντα και που κάθε φορά αναγκάζουν τον ψιλικατζή να αναστενάζει όταν βλέπει ότι δεν μπορεί να επιβάλει την τάξη ώστε όλοι ν' ακούνε τη μίρλα για τη γυναίκα του.
Στην απέναντι πολυκατοικία η κατάσταση παραμένει περίεργη. Τα φαντάσματα του πρώτου ορόφου - αντρόγυνο είναι μάνα και γιος είναι θα σας γελάσω μένουν κλεισμένοι όλη μέρα στο σπίτι με τα παράθυρα κλειστά δε μιλούν ποτέ σε κανέναν και όταν σπανίως ανοίγουν παράθυρο ή βγουν στο μπαλκόνι έχουν και οι δυο μια ξινίλα στη μούρη λες και τους τάισες χαλασμένο ρυζόγαλο - αυτούς θα πρέπει να τους ερευνήσω λίγο γιατί πολύ μου τη σπάει που δεν ξέρω τι γίνεται.
Στον τρίτο μένει η χαρτορίχτρα - 60αρα χωρισμένη πρόσφατα που ντύνει τα 150 της κιλά με κάτι κουρτίνες με λάστιχο στο στήθος βγαίνει στο μπαλκόνι και χαίρεται όλη η γειτονιά τα κάλλη και την κυτταρίτιδα των μπουτιών της. Ίσα με 3 παράθυρα ντύνω με κάθε της φουστάνι. Προχθές μάλιστα εκείνο το εμπριμέ πολύ με άρεσε και να θυμηθώ να τη ρωτήσω αν το πουλά. άλλο φρούτο αυτή πάλι κάθεται και ξεματιάζει και σταυρώνει τον άνεμο και μουρμουρίζει ξόρκια προς το δρόμο - αποφεύγω να την πολυκοιτάω μη μας κάνει και τπτ βουντού μουντού και τρέχουμε οι άνθρωποι - που κακό να μη μας βρει και φάουσα και κακό γαρμπούνι να πιακει τσου οχτρούς μας (κερκυραϊκές κατάρες είναι αυτές μη ψάχνεις το λεξικό τώρα).
Και δίπλα της μένουν οι σεισμόπληκτες γιαγιάδες. Μια ομορφιά και οι δυο μαζί και μια απόλαυση να τις παρακολουθείς όταν παλεύουν στο μπαλκόνι με τις τρεις και μισή γλάστρες με λουλούδια που έχουν. Αυτές που λέτε...


(απόσπασμα από ένα πολύυυυυυυυυυυυυ μεγαλύτερο κείμενο με θέμα μια γειτονιά κάπου στην Κυψέλη... κάπου, κάποτε, ίσως δημοσιευθεί ολόκληρο)

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Τα παιδία παίζει...

Εδώ και ώρα παρακολουθώ το έτερον μου ήμισυ να κοπανιέται στο playstation να παίζει Teken και να φωνάζει περιχαρής κάθε τρεις και λίγο ναιιιιιιιιιιιιι τον ξέσκισα ή φτου σου γαμώτο με τσάκισε πάλι - αυτό το δεύτερο περισσότερες φόρες εχεχε - και μεγάλη εντύπωση μου κάνει το πως γίνεται ψύχωση τελικά μια τόσο βλακεία παιχνίδι που δε σου δίνει περιθώρια πολλά για σκαμπουλινιές, κλεψίματα, αναταραχές και καβγάδες.
Ώρες ολόκληρες καρφωμένοι μικροί και μεγάλοι μπροστά σε μια οθόνη να τρώνε ξύλο από μια γκόμενα με μπικίνι ή από έναν χοντρό του σούμο με τα ψηφιακά  κολαράκια να κουνιόνται δεξιά αριστερά σε κάθε κίνηση και το μπινελίκι να πέφτει σύννεφο όταν ο εικονικός ήρωας τους ταβλιάζεται και δε μπορεί να σηκωθεί.
Βγες παιδάκι μου να παίξεις κάνα μπάσκετ πάμε να παίξουμε κυνηγητό και κρυφτό στους δρόμους της Κυψέλης να το ευχαριστηθούμε ένα πράμα. Μα τι λες τώρα που κοτζαμάν άντρας θα κυνηγιέμαι σα μαθητούδι στους δρόμους.
Αυτό μας μάρανε τρομάρα μας. Το ότι γίναμε κοτσαμάν άντρες και γυναίκες. Θα μου πείς στο σπίτι μέσα με το χαζοκούτι και το χειριστήριο στο χέρι ποιος μας βλέπει να ξέρει ότι το ρημάζουμε;
Μη μου πεις όμως ξανά ότι μεγαλωσαμε και σοβαρέψαμε και κάποια πράγματα δεν είναι για μας γιατί να ξέρεις θα σου τραβήξω ντιλιτ σε όλες τις κάρτες μνήμης και να σε δω μετά πως θα  παίζεις Μπαμπλ μπαμπλ και τέκεν και ας χτυπάς τον κώλο σου κάτω.
Προσωπικά μου έχει λείψει τρομερά το να βγω στη γειτονιά να παίξω μήλα, κρυφτό, κλέφτες και αστυνόμους και να κάνω χαζά.
Όταν ήμουν στο δημοτικό θυμάμαι ξεσκιζόμασταν καθημερινά πότε θα τελειώσουμε το διάβασμα για να τρέξουμε στην αλάνα. Συνήθως παρατάγαμε τις τσάντες του σχολείου στην κουζίνα πετάγαμε σαν δικαιολογία ένα "διάβασα στο σχολείο" και ξεχυνόμασταν ομαδικώς για μήλα και κυνηγητό. Η χαρά μου ήταν να κοπανάω στα μήλα τη μπάλα στο κεφάλι του Σάκη γιατί αυτό αμέσως γινόταν το σύνθημα για ατελείωτο κυνηγητό μιας και ο Σάκης νευρίαζε όταν εγώ κορίτσι και μια σταλιά σκατό - 3 χρόνια μεγαλύτερος ο Σάκης και παιδικός μου έρωτας το έπαιρνε βαρέως όταν τον κοπάναγα - κατάφερνα να τον πετύχω και μάλιστα στο κεφάλι.
Κοριτσίστικα παιχνίδια δεν έπαιζα. Πρώτον γιατί πολλά κορίτσια δεν είχε η γειτονιά οπότε εγώ έπαιζα με τους φίλους του αδελφού μου - και μεγαλύτερη ήθελα να παίζω μαζί τους αλλά με βλέπαν σαν αδελφή πλέον γαμώτο και μου έμεινε το απωθημένο - και πολύ με χάλαγαν αυτά τα κοριτσίστικα με τις κούκλες και το άντε να μαγειρέψουμε να φάει η Μπάρμπι - που το σκασμό να βγάλει η Μπάρμπι και ο Τζον τζον και η Σίντι με τον άλλον τον καραγκιόζη τον Κεν.
Μ' άρεσε να παίζω κλέφτες και αστυνόμους, ποδόσφαιρο και να κάνω ποδήλατο και πατίνια στο δρόμο. Τραυματικές εμπειρίες με τα πατίνια και το ποδήλατο. Όχι για μένα όσο για τη μάνα μου που μ' έβλεπε με τα πατίνια στα πόδια και γαντζωμένη από το ποδήλατο πότε του Σάκη πότε του αδελφού μου να τρέχω βολίδα στο δρόμο - που εδώ που τα λέμε δίκιο είχε η γυναίκα γιατί πέρναγαν πολλά αυτοκίνητα και μάλιστα με ταχύτητα από το δρόμο αυτό - και να σαβουρδίζομαι ξαφνικά γιατί βρήκα χαλίκι και δεν πρόλαβα να σταματήσω.
Στην πέμπτη δημοτικού απόκτησα και το πρώτο μου παράσημο στο γόνατο. Μια πληγή τεράστια από σαβούρδισμα σε κατηφόρα χωματόδρομο που ακόμη και τώρα φαίνεται το σημάδι της έτσι για να μου θυμήζει αξέχαστες στιγμές γέλιου όταν κατέβαινα βολίδα το χωματόδρομο με το ποδήλατο και λυγμών όταν σαβουρδίστικα και μου έριχνε η μάνα μου οιώδιο στην πληγή για να την απολυμάνει. Εκείνη τη μέρα μου τρύπησε και τα λάστιχα του ποδηλάτου που την επομένη φυσικά ήταν πάλι γερά και φουσκωμένα μιας και εγώ φρόντισα  να κλαφτώ στον μπαμπάκα μου και να μου τα ξαναφτιάξει, αμ πως.
Η μάνα μου είχε πάντα της καημό ότι συμπεριφερόμουν σαν αγοροκόριτσο - γι αυτό με κούρευε τακτικά σαν τη Βουγιουκλάκη σε εκείνο το έργο που τη φώναζαν Πίπι, τίτλο δε θυμάμαι - και προσπαθούσε πάντα να με πείσει να παίξω κοριτσίστικα παιχνίδια. Μου κουβαλούσε κούκλες - που κατέληγαν κοντοκουρεμένες και βαμένες με τα χρώματα του Ολυμπιακού - λάστιχο για να παίζω στο σχολείο - που πάντα όλο και κάποια σφεντόνα θα φτιάχναμε με τον αδελφό μου, το υπόλοιπο το χρησιμοποιούσα για να σκοτώνω μύγες συνήθως - και σκοινάκι που εντάξει όλο και έκανα γιατί γούσταρα που χοροπηδούσα ειδικά όταν μαζί μου χοροπηδούσε και κάποιος άλλος από την αγοροπαρέα.
Τώρα που το σκέφτομαι τελικά είχε δίκιο η μάνα μου. Αγοροκόριτσο ήμουν αλλά πολύ το χαιρόμουν. Στο κάτω κάτω ευχαριστιόμουν παιχνίδι. Κάτι που τα σημερινά παιδιά δεν το καταλαβαίνουν.
Ωραία παιχνίδια παίζαμε και στο γυμνάσιο και στο λύκειο και πολλές αναμνήσεις μαζεύονται ξαφνικά και θέλουν να αποτυπωθούν αλλά αυτά σε επόμενη εγγραφή γιατί το έτερον ήμισυ χρειάζεται εμψύχωση για να νικήσει την ψηφιακή γκόμενα που τον έχει σαπίσει στο ξύλο.
σμουτσ

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Τι σου κάνω μάνα μου


Σε προηγούμενη δημοσίευση μου ο Γιάννης Δ. σχολίάσε ότι στην Κυψέλη (και φαντάζομαι ότι αυτό ισχύει για όλες τις πυκνοκατοικημένες περιοχές των Αθηνών) έτσι να απλώσεις το χέρι σου φτάνεις να τσιμπολογήσεις τη μακαρονάδα του απένταντι σπιτιού. Και σκέφτηκα πως πλάκα πλάκα πόσο δίκιο είχε όταν θυμήθηκα μια σκηνή απείρου κάλλους που είδα πριν πολύ καιρό σε μια γειτονιά στο Γκύζη που μέναμε όταν πρωτοεγκατασταθήκαμε στην Αθήνα. Ζούσαμε τότε σε ένα μικρό ισόγειο διαμέρισμα που για να φτάσεις εκεί έπρεπε λίαν επιεικώς να έχεις κάνει λοκατζής - τόσο μεγάλη ανηφόρα είχε - κι εγώ που εκτός από στρουμπουλή κι αφράτη είμαι και μανιώδης καπνίστρια από τα μικράτα μου - χτικιό θα βγάλεις μου φώναζε η γιαγιά μου όταν μ' έβλεπε με τα τσιγάρα στα χέρια στα 15 μου - για να φτάσω στο σπίτι έκανα πολλές στάσεις ανεβαίνοντας, για να φτύσω 3 πακέτα κάμελ και να πάρω κουράγιο ασθμαίνοντας να συνεχίσω την αναρρίχιση.
Σε μια απο αυτές τις στάσεις μου είδα σε ένα δρομάκι κάθετο στη Βαρβάκη που διέσχιζα εγώ προς το σπίτι δυο γιαγιάδες σε δυο αντικρυστά μπαλκόνια να μιλάνε και να κουτσομπολεύουν - τσίριζαν κιόλας και άκουγα ακριβώς τι έλεγαν αλλά δυστυχώς δεν είχε ψωμί η δουλειά οπότε δεν κατέγραψα τη συνομιλία - και εκεί που ωραία τα λέγανε μπαίνει ξαφνικά η μια μέσα βγαίνει σε λίγο πάλι με ένα φτυάρι ξύλινο - από αυτά που χρησιμοποιούσαν παλιά για να βγάζουν τα ταψιά από τους φούρνους - στο ένα χέρι και με ένα πιάτο στο άλλο. Και εκεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου τη βλέπω με μεγάλη μαεστρία να ισορροπεί το πιάτο πάνω στο φτυάρι να απλώνει το φτυάρι προς το απέναντι μπαλκόνι και να δίνει στην άλλη γιαγιά το μεσημεριανό μεζέ. Για δες λέω εφευρετικότητα οι γιαγιάδες... Που να κατεβαίνουν κάτω να παλεύουν με κουμπιά ασανσέρ αυτοκίνητα και ιστορίες; Λύσαν το πρόβλημα τους και τα πινάκια μεταφέρονται ανέτως και αυτές συνεχίζουν αμέριμνες με τις λουλουδάτες νυχτικιές τους να κάνουν κοινωνική κριτική στα δρώμενα - και στην κόρη του ψιλικατζί που πολύ σουρλουλού και γλωσσού είναι ρε παιδάκι μου και κάθε βράδυ γυρνά ξημερώματα και την είδα εγώ Τασία μου που γύρισε απόψε στις 4 με τον ξεβράκωτο τον απέναντι και άμα βρεί γαμπρό αυτή εμένα να με θάψουνε χωρίς τη μασέλα μου - και να απαρυθμούν τα χάπια που είπιαν από το πρωί.
Το ίδιο γίνεται και στο νησί. Με μεγάλη μαεστρία έχουν καταφέρει στα στενά καντούνια στην παλιά πόλη να κάνουν ανταλλαγές προϊόντων και άπλωμα της μπουγάδας από τοίχο σε τοίχο - όπως δείχνει εκείνη η διαφήμιση της Κλινέξ που η χοντρή η στρίγγλα το σκίζει το σεντόνι, σκέψου δλδ τι τραβάει ο άντρας της, γιατί όχι να το παινευτούμε αλλά στα καντούνια τση Κέρκυρας γυρίστηκε η διαφήμιση αυτή - και να έχουν καταργήσει προ καιρού τώρα τα ανεβοκατεβάσματα. Ένας παιδικός φίλος ο Γιάννης, είχε βάλει σανίδια μέχρι το απέναντι μπαλκόνι για να μπορεί να στριμώχνει τα βράδυα τη Μαριλένα που πολύ τη γούσταρε αλλά τον σάπιζε στο ξύλο ο πατέρας της όταν τον έπιανε να της μιλά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Βίος και πολιτεία η Μαριλένα και ο Γιάννης. Αυτός έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του κάθε φορά κι αυτή έτρωγε τα ηρεμιστικά σαν καραμέλες για να εκφοβίσει τους δικούς της. Πέντε απόπειρες είχε κάνει για το Γιάννη και αφού τον παντρεύτηκε με το έτσι θέλω - είδαν και αποείδαν οι δικοί της σου λέει θα το χάσουμε το παιδί΄κι έτσι είπαν το ναι - στους τρεις μήνες τον χώρισε γιατί λέει δεν ήταν αρκετά άντρας γι' αυτήν - που πως να' ναι ο χριστιανός μετά από τόσα ακροβατικά και τόσο ξύλο;
Στην Κυψέλη τώρα - για να μη ξεχνίομαστε κιόλας, άλλη φορά περί Μαριλένας και Γιάννη - ώρες ώρες έχω την αίσθηση ότι έτσι που είναι δομημένη η γ@μημένη , είμαστε όλοι μια μεγάλη παρέα που κάθε απόγευμα πίνουμε καφέ μαζί. Βγαίνω εγώ στο μπαλκόνι και κερνάω κουλούρι την απέναντι που λέει ο λόγος. Ακούς τι λέει ο διπλανός ακούς τι κάνει πως βήχει ποιος ροχαλήζει ποιος πηδάει τη γυναίκα του και αν αυτή έχει φέικ οργκασμ ή όντως ο Τάκης της ταράζει τα νερά. Ακούς τον αποπάνω πότε πλένεται - καθαρό το παλικάρι δε μπορώ να πω σαν τις πάπιες ένα πράμα όλη μέρα στα νερά - ακούω τη σπιτονοικοκυρά στον τρίτο που βάζει κλαρίνα - γαμώ το Σαλέα μας γαμώ - ακούω και το γιό της στο υπόγειο που το έχει κάνει γαμιστρώνα όταν τρέχει τα ξημερώματα να κατουρήσει την αυλή γιατί το σπίτι του είναι στον τρίτο και χωρίς ασανσέρ που να τρέχεις με τα σώβρακα που περιμένει και το θηλυκό τστιστίδι να το αποφτώσεις.
Ακούω γενικώς τα πάντα. Κι αυτά που θέλω - γιατί είπαμε είμαι εκτός από τρελή και κουτσομπόλα - ακούω και αυτά που δε θέλω. Προχθές άκουσα τον διπλανό. Ο έρμος βόγγαγε έσκουζε ξεφυσούσε. Λέω κι εγώ καλά περνά η μανταμίτσα του. Αμ δε. Δυσκοίλιος είναι ο έρμος και να θυμηθώ όταν τον δώ να του δώσω καμιά συμβουλή μπας και γλιτώσουμε από τα βογγητά του.
Κατά διαστήματα ακούω και τους εξ αριστερών μας που επιδίδονται σε γυμναστικές επιδείξεις - ασκήσεις εδάφους εδάφους επί του στρώματος και επί του καναπέος. Την τελευταία φορά που τους άκουσα ήταν 4 και κάτι το πρωι. Αυτός βογγούσε κι έσκουζε - όχι δεν είχε κι αυτός δυσκοιλιότητα - κι αυτή ξεφώνιζε σα να την είχε πιάσει από το λαιμό. Και δώστου να βογγά αυτός και δώστου να τσιρίζει αυτή και ξαφνικά μέσα στην όλη ταραχή που μας προκάλεσε αρχίζει και τα χαριτωμένα "Τι σου κάνω μάνα μουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ" και να του απαντά αυτή με όλο της τον οίστρο "Με γ@μ@ς" και να ξαναλέει αυτός "Ναι σε γ@μ@ω και σ' αρέσει" - αμα δεν της άρεσε ρε μπαγλαμά θα έφευγε - και άλλα τέτοια ωράια.. Και εκεί που έτοιμη ήμουν να δώσω την κατάλληλη απάντηση κι εγώ και να τους μπινελικώσω άγρια που μας ξύπναγαν - τα σκατόπαιδα μας ερέθισαν βραδιάτικα - ακούγεται μια φωνή βγαλμένη θαρρείς από το υπερπέραν νυσταγμένη βραχνή και με 7 κιλά αγριάδα - αντρική ήταν απ' ότι κατάλαβα μετά - να φωνάζει "Αυτήν την γ@μ@ς και της αρέσει, αμά σε πιάσω ρε κερατά που μας ξύπνησες βραδιάτικα και σε γ@μισω κι εγώ θα σου αρέσει; 'Αντε ρε κερατά να δω τώρα ποιος θα ξανακοιμήσει τη γυναίκα μου που ξύπνησε και θέλει κι αυτή κοκο".

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Το τηλεμάρκετινγκ η χοντρή και τα τρια κακά της μοίρας τους

Πείτε με στραβή πείτε με ανάποδη. Πείτε με στην τελική όπως γουστάρετε αλλά ρε παιδία δε μπορώ. Όποτε με πέρνουν τηλέφωνο για τηλεμάρκετινγκ βγάζω σπυριά φλύκταινες καντήλες και μου έρχετε ν' αρχίσω τα καντήλια. Το αποφεύγω βέβαια συστηματικά στην προσπάθεια μου να είμαι όσο το δυνατόν πιο ήρεμη και να μη χαλάω το φεγκσούι μου και τις άλλες τέτοιες αηδίες που και καλά θα με κρατήσουν σε νιρβάνα αλλά δε μπορώ φουντώνω όταν το ρημαδοτηλέφωνο χτυπά και μάλιστα με απόκρυψη.
Σε γενικές γραμμές τηλέφωνα με απόκρυψη αποφεύγω να απαντήσω. Πάσχω σοβαρά από αποκρυψήτιδα και η κατάσταση μου είναι ανίατη. Ας όψετε όμως το ότι έχω μια μάνα και έναν πατέρα στα ξένα και που το τηλέφωνο τους εγκατεστημένο από τον καιρό του μεσοπολέμου βγαίνει πάντα με απόκρυψη. Έτσι πες η ανησυχία πες η περιέργια το σηκώνω το ρημάδι. Και όταν είναι όντως κάποιος που λαχταρώ ν ακούσω όλα καλα΄. Αντε τώρα να είναι βράδυ ή πρωί που θες να ησυχάσεις και να χτυπά το γ@μημένο με απόκρυψη.  Και εκεί που όλο ευγένεια και προσμονή του τι θ 'ακούσεις λες το "παρακαλώ" να σου λέει ο άλλος ότι σε πήραν για έρευνα για καταμέτρηση για πωλήσεις για ασφάλεια (τρέμε πριγκήπησσα και βάρδα καραμήτρο μην πάρεις κάνα βράδυ για να με ασφαλίσεις).
Η μοίρα το έφερε κάποια στιγμή να δουλέψω κι εγώ σε τηλεπωλήσεις - άτιμη κενονία που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους κατεβάζεις στα τάρταρα - και δε σας κρύβω ότι από κει αποκόμησα δυο τινα.. Πρώτον ότι θα μπορούσα να κάνω καριέρα στο συγκεκριμένο επάγγελμα - φτου μου τρομάρα μου - και δεύτερον ότι τελικά οι τηλεφωνήτριες τηλεπωλήτριες και όλες οι άλλες τηλε-ιτριες δεν είναι πλάσματα που αυτοσκοπός τους είναι να σε βασανίσουν και να σου σπάσουν τα νεύρα αλλά συμπαθέστατα πλάσματα που παλεύουν για τρεις κι εξήντα καθημερινά ακούγοντας βρίσιμο καμάκι τηλεφωνικό και τέτοια άλλα ωραία.
Αποφάσισα λοιπόν μετά την αποχώρηση μου - 3 μήνες άντεξα - από τον κλάδο των τηλε-ιτριων ότι θα είμαι πιο ευγενική την επόμενη φορά που θα χτυπήσει το τηλέφωνο και κάποιος - κάποια - κακομοίρογλου θα προσπαθήσει να μου πουλήσει κάτι.
Δε μπορώ όμως βρε παιδιά. Δεν το αντέχω. Και άντε με τους ερευνητάς και τους γκαλοπάδες κάτι πάει κι έρχεται. Με τους τραπεζοτηλεφωνητές πάλι κάπως το αντέχω. Πετάω και ένα σας ευχαριστώ αλλά πήραμε και της περισσότερες φορές ξεμπλέκω γρήγορα.
Εκεί όμως που έρχομαι και γίνομαι εντελώς κάφρος είναι με τις τηλεφωνήτριες από τα απαντα΄χού κέντρα αδυνατίσματος. Οι ρουφιάνες μιλάμε έχουν κάνει εκπαίδευση τρίτου Ράιχ και δε μασάνε. Θαρρείς και το κάνουν επίτηδες λές και σε παρακολουθούν και σε ΄καλούν στις πιο ακατάλληλες στιγμές.
Η τελευταία πήρε σήμερα το πρωι. Σε ώρα που εγώ βρισκόμουν εκεί που και ο βασιλιάς πηγαίνει μόνος του. Σε ώρα που το μόνο που δε με απασχολούσε ήταν το άν έχω ορισμένα κιλά παραπάνω - δεδομένου ότι το σπίτι είναι καλής κατασκευής και τα είδη υγιεινής μας καθόλου ετοιμόροπα αντέχουν καλα.
Βγαίνω σηκώνω το τηλέφωνο με την ψυχή στο στόμα γιατί είναι και επίμονα τα μανάρια μου Παρακαλώ λέω ξεφυσώντας από τα Νιου Νταίη μου λέει μια μαντάμ από την άλλη μεριά που τη φανταζόμουν με μαλλί φουσκωτό 50άρα και ντυμένη σα να πήγαινει στο μέγαρο πρωί πρωί. Λυπάμαι πολύ πήρατε σε ακατάλληλη ώρα ξεφυσάω εγώ , ω με συγχωρήτε θα ξαναπάρω αργότερα απαντά η μαντάμ ωραία λεω από μέσα μου γλυτώσαμε και μπαίνω σε μπαθ μόουντ - τρομάρα μου - και ετοιμάζομαι για αφρόλουτρα και τα λοιπά που κάνει μια αξιοπρεπής κατίνα όταν μένει Σάββατο πρωι μόνη στο σπίτι.
Δεν προλαβαίνω η έρμη να βάλω το ένα πόδι στη μπανιέρα ντριν πάλι το ρημάδι. Τρέχω πάλι - γιατί είπαμε έχουμε και μάνα και πατέρα στην ξενητιά και συμπτωματικά σήμερις και άντρα στους δρόμους- το σηκώνω, και ναί να σου πάλι η μαντάμ. Κυρία μου από τα Νιου Νταίη είμαι πάλι. Είναι καλή η ώρα να μιλήσουμε τώρα; Συγκρατώ με τα βίας όλο το κατεβατό με τους χαρακτηρισμούς τους καννιβαλισμούς και γενικώς όλο τον οχετό που μου έρχεται στο στόμα, παίρνω βαθιές αναπνοές και με ήρεμο τρόπο - ενώ παράλληλα τσάκιζα με το βλέμμα το δολοφονικό 3 ποτήρια και το τζάμι της απέναντι - προσπαθώ να τις εξηγήσω ότι δεν μπορώ να μιλήσω τώρα ότι γενικώς δε με ενδιαφέρει το δώρο που μου δίνει - ναι γνωστό το κόλπο, δώρο μια επίσκεψη όπου αφού πας σαν κορόιδο να το πάρεις σου βγάζουν ένα κατεβατό με ατέλειες και σου προτίνουν μέχρι και ποιό παιδί θα σου πάρουν για να σε κάνουν και σένα μια μαντάμ - και ότι καλή σας μέρα καθόλου δε χάρηκα που κρύωσε το νερό στη μπανιέρα έρχεται η μανταμ και μου υπενθυμίζει πως ως γυναίκα σίγουρα έχω ανάγκη από αδυνάτισμα και πως μια περιποίηση προσώπου σώματος και θα με κάνει να νοιώθω πιο όμορφη αλλά και ο κύριος Τάδε - τον ήξερε προσωπικά τον άντρα μου; και αν ναι τι της είχε πει που δεν ήξερα; - πολύ θα το εκτιμούσε να με δεί ανανεωμένη.
Και εγώ τώρα αναρωτιέμαι. ΠΟΙΟΣ ΡΟΥΦΙΑΝΟΣ ΚΑΡΦΩΣΕ; που στο καλό ξέρει αυτή η μαντάμ ότι εγώ χτές βραδυ μετά τα σουβλάκια τσάκισα το γαλακτομπούρεκο; Που είναι η ρουφιάνα και το βλέπει ότι θέλω καθαρισμό;
Ξεφορτώθηκα τη μαντάμ μετά από αυτό με συνοπτικές διαδικασίες και αφού φυσικά τις είπα κάνα δυο γλυκά λογάκια.Και έμεινα με το αφρόλουτρο να κρυώνει με το τηλέφωνο κατεβασμένο να μην ξανακουδουνίσει και με τη μούρη κολημένη στον καθρέφτη να κοιτάω αν έχω μαύρους πόρους που φάινονται μέχρι την Πατησίων και με την απορία φυσικά που στο καλό είδε η άλλη η βλαμμένη τη ζυγαριά μου ότι βογγηξε.
Τώρα απλά περιμένω αγκαλιά με το γαλακτομπούρεκο το σύζυγο να γυρίσει. Θα κάνω μαζί του μια σοβαρή συζήτηση γιατί όπως και να το κάνουμε δε μπορεί να τα λέει στη μαντάμ και να παραπονιέται και να παίρνει αυτή τηλέφωνο να μου σπάει τη ψυχολογία και το ηθικό.
Γαλακτομπουρεκάκι κανείς;

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Τι είναι η πατρίδα μου οεοοοοο?


Μέρες τώρα ψάχνω να βρω ευκαιρία να απαντήσω σε μια άλλη τρελή που με ρώτησε γιατί δεν φεύγω για το νησί μου - κάπως έτσι το θέσαμε το ζήτημα - όταν σε ανάλογο δικό της ποστάρισμα αναρωτιόμασταν τι σκατά κάνουμε τελικά εδώ στην Αθήνα αφού νοσταλγούμε τόσο τον τόπο καταγωγής μας. Αγαπητή Τρελή το ακόλουθο κείμενο αφιερωμένο σε σένα λοιπόν και ελπίζω να βρείς τις απαντήσεις σου.
Τι είναι η πατρίδα μου;
Η πατρίδα μου είναι ένα νησί στο ΒΔ μέρος της Ελλάδας, που βρέχεται γύρω γύρω - γι' αυτό το λένε και νησί - από θάλασσες που όσο περνά ο καιρός γίνονται βρωμερές και σιχαμερές κατά πλειοψηφία, στις οποίες μπορείς να βρείς θαλασσινούς μεζέδες και αλβανούς λαθρομετανάστες - αυτοί οι τελευταίοι δεν τρώγονται. Το κλίμα της είναι ανυπόφορο γιατί τώρα τα τελευταία χρόνια η κάθε κουτσή μαρία έχει πάρει αυτοκίνητο και πήζει το νησί στο καυσαέριο - τι Αθήνα λοιπόν τι Κέρκυρα το ίδιο και το αυτό.
Οι κάτοικοι της αξιαγάπητοι κανταδώροι και καλλιτέχνες  - στη λαμογιά και στην αρπαχτή -  ξέχασαν τα καλά που τους προσέφερε το νησί και ο τουρισμός εν γένει και με μεγάλη επιτυχία το έριξαν στην άρπακόλλα. Ασχολούνται κυρίως με το πως θα χτίσουν περισσότερες ξενοδοχειακές μονάδες της κακιάς ώρας και πως θα πλουτίσουν μέσα σε ένα καλοκαίρι ευελπιστώντας πως έτσι τον υπόλοιπο χρόνο θα μπορέσουν να κάθονται στο Αχίλλειο να ξύνουν τ' αρχίδια του Αχιλλέα που είπε και κάποιος όνομα και μη χωριό.
Τα παλιά τα χρόνια η πατρίδα μου ήταν ένα κομμάτι της ελληνικής πατροπαράδοτης επαρχίας, με τις γειτονιές της τις γραφικές, τους ζεστούς φιλόξενους ανθρώπους, το πράσινο, τη θάλασσα και τις παραλίες χωρίς τις ξαπλώστρες και τον μπαρμπαγιάννη που πούλαγε τα παγωτά τα έβγα με το ποδήλατο ψυγείο στα πιτσιρίκια.
Και μετά εξελιχτήκαν τα πάντα. Ο μπαρμπαγιάννης πούλησε το ποδήλατο και πήρε περίπτερο και το έκανε μινι μάρκετ και άρχισε να γδέρνει πρώτα τους τουρίστες και μετά τους ντόπιους. Και εμείς όλοι οι κάτοικοι του νησιού ανακαλύψαμε πως με τον τουρισμό βγάζουμε χρήμα. Και παρατήσαμε τη γεωργία και κλείσαμε τα εργοστάσια μας - ναι είχε αρκετά η Κέρκυρα - και γίναμε τουριστικοί πράκτορες δασκάλοι του σκί - και του ξεσκί - και πλέον εξαρτώμασταν όλοι από τον τουρισμό
Στην πατρίδα μου εγώ εξασκούσα το επάγγελμα του γραφίστα και δούλευα αποκλειστικά με τους τουριστογδάρτες κοινώς όοοοοοολους αυτούς που περίμεναν το τρίμηνο του καλοκαιριού για να πλουτίσουν. Και όσο τους έγδερναν τόσο σταμάταγαν αυτοί να έρχονται στο νησί και να προτιμούν τ' άλλα νησιά και εμείς οι έρμοι οι γραφίστες να ψωμολυσσάμε αφού οι τουριστογδάρτες δεν είχαν πια μπικικίνια να δώσουν για να ανανεώσουν τα έντυπα τους και να ψάχνουμε με το κυάλι πελάτη να του τα αρπάξουμε κι εμείς και στο τέλος να πουλάνε οι τουριστογδάρτες τα υπερπολυτελή κοτετσοξενοδοχεία και να τα πέρνουν κυπριακές εταιρείες οι οποίες έφερναν από αλλού τα έντυπα.
Και να εμείς να στήνουμε καρτέρι για μια δουλειά και να οι τουρίστες να μας ξεφεύγουν - είχαν κάνει προπόνηση - και άντε μετά εσύ να έχεις περάσει τα πρώτα άντα και να ψάχνεις για δουλειά σε μια πατρίδα που μόνο αν φοράς μίνι μέχρι τον αφαλό - αυτά που είναι σαν ότι έχει απομείνει - και να βρίσκεις μόνο δουλειά με τρεις κι εξήντα κι αυτά τα εξήντα να τα σκέφτεσαι σαν την ηλικία σου αμεεεεεεεεεεε.
Αυτή είναι η πατρίδα μου. Που έχει βέβαια και τα καλά της, αλλά αυτά τα βλέπεις μόνο όταν έχεις ήδη εξασφαλίσει στην τσιμεντούπολη την Αθήνα τον άρτον τον επιούσιο. Και που τα θυμάσαι μόνο με κάτι ποσταρίσματα σαν το δικό σου τρελή μου με νοσταλγία και με ένα κόμπο στο λαιμό.
Γιατί όταν σκέφτεσαι ότι λόγω των τουριστογδάρτων έκλεισες εσύ το γραφειάκη σου, ξεσήκωσες το σπιτικό σου και άφησες πίσω σου πρόσωπα αγαπημένα... τότε λες ας μην τα θυμάμαι καλύτερα. Και κάθεσαι στα τσιμέντα να περιμένεις τη σύνταξη μπας και γυρίσεις πίσω και χαρείς και πάλι με κάποιον άλλο μπαρμπαγιάννη που θα πουλά παγωτά με το ποδήλατο.
Γιατί πως να το κάνουμε? Εκεί θα καταλήξουν κάποτε όλα τα νησιά αν οι κάτοικοι τους δεν πάρουν χαμπάρι πως με τρεις μήνες το χρόνο δε βγάζεις τα σπασμένα.
Υ,Γ.
Ίσως κάποιος να το διαβάσει αυτό το ποστ και να το δει ως δυσφημιστικό για την πατρίδα μου
Η Κέρκυρα είναι ωραία. Καταπληκτική. Για διακοπές. Αν έχεις την τσέπη γεμάτη. Αν ζεις εκεί... είναι ζόρικα όπως σε όλη την ελληνική επαρχία.

Σ.τ.Σ.
Από τότε που γράφτηκε το συγκεκριμένο κείμενο κύλισαν 5 και βάλε χρόνια... Από τότε άλλαξα ξανά πατρίδα, γειτονιά, δουλειά... Η πίκρα στο στόμα όμως παραμένει ίδια.
Αφιερωμένο σε όσες πατρίδες με μεγάλωσαν και σε όσες ενδεχομένως με γηροκομήσουν... 

Το ΚΕΠ και η αλλαγη φύλου


Είχα σκοπό μέσα από αυτό το μπλογκ να σταματήσω να διαμαρτύρομαι. Σκέφτηκα κάποια στιγμή πως μπορώ να γίνω πιο ρομαντική πιο νοσταλγός πιο τρυφερή ένα πράμα ρε παιδί σαν την καρδιά ενός μαρουλιού και να αφήσω να φανεί προς τα έξω η άλλη πλευρά μου - όχι αυτή του νταλικέρη - γιατί όπως και να το κάνουμε γυναίκα πράμα και να τα χώνεις παντού δε λέει. Λέει;
Μωρέ λέει και παραλέει. Ειδικά αν έχεις έστω και λίγο μυαλό και αντιλαμβάνεσαι το τι γίνεται γύρω σου. Αν έχεις έστω και μια μικρή ικανότητα να παίρνεις χαμπάρι πότε υποτιμούν τη νοημοσύνη σου και εκμεταλλεύονται την οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη εξουσία έχουν.
Και αυτό "έπαθα" εγώ σε μια πρόσφατη επίσκεψη μου στο ΚΕΠ Πατησίων. Μπήκα η γυναίκα ήρεμη γλυκιά και βγήκα με το μάτι γυρισμένο.
Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών. Εγώ τα λέω Κέντρα Εκνευρισμένων Πολιτών. Όποιος έχει πάει καταλαβαίνει. Όποιος έχει περάσει έστω και δέκα λεπτά από τη ζωή του εκεί μέσα τους αναθεματίζει.Σκοπός ύπαρξης τους? Η εξυπηρέτηση όλων αυτών των ταλαίπωρων που δε μπορούν να τρέχουν πρωί πρωί σε δημόσιες υπηρεσίες. Έργο τους? Η καταρράκωση δεκάδων πολιτών που μπαίνουν ήρεμοι και ψύχραιμοι και φεύγουν με τέσσερα εγκεφαλικά και 5 εμφράγματα.΄
Εγώ πριν πάθω τα εγκεφαλικά έπαθα κρίση. Κρισάρα για να πω την αλήθεια. Έβγαλα αφρούς φλύκταινες και κριθαράκι στο μάτι.
Αιτία; Μια υπάλληλος που νόμιζε ότι το ΚΕΠ είναι το τσιφλίκι του πατέρα της και όλοι εμείς εκει μέσα που με τις ώρες επί διημέρου περιμέναμε να εξυπηρετηθούμε είμαστε κολίγοι της και μας έβριζε. Μεταξύ των κολίγων γεροντάκια στα πρόθυρα κατάρρευσης που εκλιπαρούσαν για ένα χαρτί.
Η τσιφλικού έδινε χαρτάκια με αριθμούς προτεραιότητας. Χαρτάκια που τη μόνη χρησιμότητα που είχαν ήταν να σου γεμίζουν τη χούφτα. Γιατί η τσιφλικού παρόλα τα χαρτάκια απαιτούσε ουρά. Είχε ένα πάθος θα έλεγα με την ουρά. Εξυπηρετούσε όποιον φιλήσυχα και αμίλητα στεκόταν σε ουρά. Τα γεροντάκια σε κρίση. Ενός παππού του έφυγε η μασέλα από τα νεύρα. Μα έχω τον τάδε αριθμό. Ναι αλλα δεν είσαι στην ουρά. Ωρυόταν η τσιφλικού, αντιδρούσε ο παππούς, παράταγε αυτή το πόστο της και τον κολίγο που εξυπηρετούσε έβγαινε έξω τραβολογούσε τους παππούδες να τους βάλει στην ουρά και ούρλιαζε. "Στη σειράαααααααααααααααααα λέω στη σειρά"
Τι φωνάζεις κυρά΄μου; Παππούδες είναι, δεν είναι κουφοί. Έλεος δλδ.
Σε βοήθεια της τσιφλικούς έτρεχε κάθε φορά ένας φουσκωτός της δημοτικής αστυνομίας. Λες και τον είχες φουσκώσει με τρόμπα ένα πράμα. Το αναβολικό έκανε πάρτυ στα μπράτσα του. Χόρευε μάμπο σε κάθε του κίνηση. Έσπρωχνε τράβαγε και αγριοκοίταζε όποιον διαμαρτυρόταν.
Την πρώτη μέρα έφυγα από το ΚΕΠ άπραγη. Έβαλα στο στόχαστρο την τσιφλικού, γρύλισα στον φουσκωτό που με αγριοκοίταξε και έφυγα. Τη δεύτερη πήγα νωρίτερα και εξοπλισμένη με όλα τα έγγραφα. Μπήκα μέσα πήρα πάλι χαρτάκι, άκουσα πάλι την τσιφλικού να φωνάζει για την ουρά την είδα ξανά να τραβολογά τα γεροντάκια. Καμάρωσα το φουσκωτό που στεκόταν μπροστά σε έναν παππού και φούσκωνε τα στήθια για να φοβηθούμε οι υπόλοιποι. Καφέ δεν πήρα, ούτε σπόρια. Το έργο το έβλεπα για δεύτερη φορά ξεροσφύρι....
Έρχεται μετά από τρεις ώρες - ναι καλά διαβάσατε - η σειρά μου. Επτά και μισή το απόγευμα και η τσιφλικού ενημερώνει ότι οκτώ το μαγαζί κλείνει. Όσους δείραμε εεεεεεεεε εξυπηρετήσαμε εξυπηρετήσαμε. Οι υπόλοιποι αύριο πάλι.
Νιώθοντας τυχερή πλησιάζω την τσιφλικού.
-Καλησπέρα σας (εγώ)
-Τα χαρτιά σας και γρήγορα (η τσιφλικού)
-Να σας πω τι θέλω... (εγώ)
-Δε με νοιάζει τι θες κυρά μου δώσε τα χαρτιά (η τσιφλικού)
Φουντώνω κορώνω, έρχομαι και γίνομαι στιρέλα.... Κρατάω σφιχτά τα χαρτιά στο χέρι μη μου τ' αρπάξει και αρχίζω να  τις λέω χωρίς να δίνω σημασία στη γκρίνια της τι θέλω
-Καταθέτω τα χαρτιά ....(εγώ)
-Τα χαρτιά δώστε λέμε (τσιφλικού)
-Σας πήρα τηλέφωνο και μίλησα με την κυρία Ταδε και μου είπε τι χρειάζεται και σας τα έφερα (εγώ)
-Φέρτα να τελειώνουμε επιτέλους (τσιφλικού)
Λέω ας πάει στην ευχή δώστα να τελειώνεις μια ώρα αρχύτερα..
Τα αρπάζει τα κοιτάει τα βρίσκει όλα εντάξει και την ώρα που βγάζει τη σφραγίδα γυρνά απαθέστατη και μου λέει
-Δώσε και την εξουσιοδότηση. Τι την κρατάς για μαγιά;
Που πως τι; Ποια εξουσιοδότηση; Η Ταδε στο τηλέφωνο ήταν σαφής. Μπορώ να καταθέσω τα χαρτιά του συζύγου μου για βιβλιάριο ασθενείας- διότι περί αυτού επρόκειτο - χωρίς να χρειάζεται καμιά εξουσιοδότηση. Κανείς δεν μου είπε ότι θέλει εξουσιοδότηση. Αυτά και άλλα τέτοια σκεφτόμουν όσο η τσιφλικού στεκόταν κουνώντας το γοφό με ένα ύφος δεκαπέντε καρδιναλίων.
-Αντε κυρά μου τελείωνε... μου λέει σε κάποια στιγμή. Έχουμε κι άλλες δουλειές. Δώστην αλλιώς φύγε και έλα αύριο.
Κι εκεί γύρισε το μάτι ανάποδα. Εκεί έπαθα την κρίση.
Και αρχίζω να φωνάζω να ουρλιάζω να σπρώχνω το φουσκωτό που ήρθε για να με μαζέψει.
-Ποια εξουσιοδότηση; Και γιατί δεν το είπατε από το τηλέφωνο ότι τη θέλετε; Και γιατί δεν το είπες χθές που σε ρώτησα; Και γιατί να χάνω δυο μέρες από το χρόνο μου και να πρέπει να χάσω κι άλλο επειδή εσείς απλά ξύνεστε;
Κι αυτή να λέει ότι η δίνω εξουσιοδότηση ή ας πάει ο σύζυγος την επομένη.
Και εκεί ήταν που κρίθηκε το παιχνίδι. Μέσα σε πέντε λεπτά όλοι στο ΚΕΠ με κοιτούσαν, άλλοι με δέος και χαμόγελο, άλλοι με απέχθεια και άλλοι με συμπόνια..
Κι εγώ να φωνάζω...
-Ποιος σύζυγος κυρά μου; Ποια εξουσιοδότηση; Εγώ είμαι στην ταυτότητα και στη φωτογραφία. Με λένε Κώστα και έχω κάνει αλλαγή φύλου. Θές να με ψάξεις; Απόδειξε ότι δεν είμαι εγώ. Ψάξε με. Βάλε το φουσκωτό να με ψάξει να γουστάρει κιόλας.
Επί δέκα λεπτά το Κέντρο Εκνευρισμένων Πολιτών γελούσε μέχρι δακρύων. Άλλοι πάλι κοίταζαν το κακόμοιρο το παλικάρι που ελαττωματικό ήταν από γεννησιμιού και άλλαξε φύλο. Η τσιφλικού και ο φουσκωτός είχαν πάρει μια έκφραση πλέον λες και φάγαν ξινισμένο γιαούρτι.
Έφυγα από το ΚΕΠ συνοδεία του φουσκωτού ως την πόρτα, έχοντας σφίξει κάμποσα χέρια από αυτούς που δειλά δίναν συγχαρητήρια για το θάρρος - θράσος μου και με ένα σωρό λόγια παρηγοριάς από αυτούς που το πίστεψαν πως έκανα αλλαγή φύλου
Το σημαντικότερο όμως απ' όλα ήταν ότι στην τσάντα μου είχα το χαρτάκι που έλεγε ότι εγώ - ο Κώστας που έκανα αλλαγή φύλου - είχα καταθέσει αίτηση για βιβλιάριο και μπορούσα την επόμενη μέρα να το παραλάβω.

ΝΑ ΖΕΙΣ

Αν αυτά που σε πονάν δεν τ απογυμνώσεις, δεν τ' αποσυνθέσεις και δεν τ' αναδομήσεις πάνω σε καινούριες βάσεις και λογική, το πιο π...