Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Μια ιστορία χωρίς τίτλο.


Το ότι είμαι αλαφροΐσκιωτη είχε φανεί από νωρίς. Κάτι φωνές εκεί που δεν υπήρχαν κάτι σκιές στο πουθενά κάτι ονείρατα που για να τα ερμηνεύσεις έπρεπε να είσαι πυρηνικός φυσικός ή να έχεις μασήσει όλες τις δάφνες της Πυθίας και να βγάλεις χρησμούς ήρθαν κι έκαναν τη μάνα μου  να ωρύεται κατά καιρούς πως θα γίνω αλλοπαρμένη και δακτυλοδεικτούμενη. Τι να με μπουφλίζει τι να με φοβερίζει εγώ εκεί. Να τα βλέπω και να τα ακούω όλα με το δικό μου μοναδικό και αλλοπρόσαλλο τρόπο. Ξύπναγα το πρωί και δήλωνα απλά πως σήμερα κάτι θα γίνει. Και κάτι θα γίνει σοβαρό. Που να πιστέψει η δόλια μάνα ότι το παιδί της είχε αυτό που λένε χάρισμα. Βλαμμένο το έλεγε. Και όταν γινόταν το κακό τότε έφταιγε η γρουσουζιά μου. Αντίθετα αν γινόταν κάτι καλό τότε απλά ήταν σύμπτωση.

Ήταν όμως βρε παιδί μου να μην ανοίξω το στόμα μου. Άμα έλεγα κάτι, που η γη να γύρναγε ανάποδα, που  να αδειάζαν τα καζάνια της κολάσεως θα γινόταν. «Δεν πάω μάνα σχολείο σήμερα με το λεωφορείο» της δήλωσα ένα πρωί. Άρχισε η γυναίκα να τραβά τα μαλλιά της νομίζοντας πως βρήκα νέα δικαιολογία να κάνω κοπάνα την πρώτη ώρα. «Τι στην τύφλα σου είδες πάλι;» φωνάζει από το μέσα δωμάτιο η γιαγιά μου -; ναι πάντα τρυφερή και στοργική ήταν η γιαγιά μου -; «σκατά στα μάτια σου να πεις και να κουνήσεις τον κώλο σου γιατί θα το χάσεις το λεωφορείο». Καβγάς γκρίνια πανικός αλλά εγώ σε λεωφορείο δε μπήκα. Ανέλαβε η γιαγιά να με συνοδεύσει πεζή στο σχολείο -; τιμωρία και καλά της μάνας μου ώστε να μην κάνω σκασιαρχείο. Δεν είχαμε καλά καλά διανύσει το πρώτο χιλιόμετρο -; 5 χιλιόμετρα απόσταση ήταν το σχολείο -; όταν βλέπουμε κόσμο μαζεμένο φασαρία και αυτοκίνητα μποτιλιαρισμένα στο δρόμο πολλά. Μεθυσμένος ο οδηγός του λεωφορείου -; μα πρωί πρωί κι αυτός; - έριξε το λεωφορείο πάνω σε ένα τρακτέρ με αποτέλεσμα να χτυπήσουν οι επιβάτες του και να πάθει και έμφραγμα από την ταραχή του ο οδηγός.

Η μάνα μου όταν το έμαθε έπαθε σοκ. Δεν πίστευε. Ρώταγε και ξαναρώταγε. Πως τι πού το ήξερα. Εγώ να μη μπορώ να εξηγήσω. Απλά το'; ξερα. Χωρίς που, πως και γιατί. Μόνο το ήξερα.
Η μάνα δεν είπε τίποτε ξανά. Μόνο που και που με ρωτούσε αν έχω κάνα προαίσθημα. Αν είδα κάτι. Και τότε το μάτι της γέμιζε αγωνία και προσμονή. Μα και ένα φόβο ανεξήγητο. Σα να την τρόμαζε αυτό που γινόταν. Κι εγώ για να μην τη στεναχωρώ έλεγα όχι. Και όλο όχι έλεγα και ποτέ ξανά δεν ανέφερα φωνές και ονείρατα παρά μόνο πολλά χρόνια μετά.

Το να προσπαθείς να ζήσεις με ένα φόβο είναι σα να τρέχεις διαρκώς έναν αγώνα ταχύτητας και να βγαίνεις πάντα δεύτερος. Το να προσπαθείς να ξεπεράσεις το φόβο σου με το να τον παραβλέπεις - και μάλιστα σε λάθος στιγμές - είναι μαθηματικώς εξακριβωμένο ότι αυτό που φοβάσαι θα το βρεις μπροστά σου και ειδικώς στη στιγμή που δεν το περιμενεις. Εκεί που χαλαρώνεις και λες οκ το ξεπεράσαμε κι αυτό η γαμημένη η τύχη θα στα φέρει έτσι και θα καταλάβεις πως σκατά ξεπέρασες. Όλα εκεί είναι. Κρυμμένα στις σκιές και περιμένουν να χαλαρώσεις.

Κάπως έτσι έγινε και με μένα. Αυτά που φοβόμουν πως θα "έβλεπα" τα έβλεπα ότι και να γινόταν. Με το να μη μιλάω γι' αυτά το μόνο που κατάφερνα ήταν όταν ερχόταν η στιγμή απλά να μην έχω κάποιον να του πω "στα λεγα εγώ". Κι αυτό ήταν και το γαμώτο που με έτρωγε. Μέσα στην προσπάθεια να μη με περάσουν για φρικιό, αλαφροίσκιωτη βλαμμένο αλλοπαρμένο και όλα τα σχετικά τα εις ενο, και μέσα στη λογική του  να μη φρικάρω άλλο την έρμη τη μάνα μου πάντα όταν κάτι από αυτά τα προαισθήματα έβγαινε αληθινό, μου έμενε το γαμώτο ότι αν το είχα πει θα καταλάβαιναν τώρα πως κάθε άλλο παρά βλαμμένο είμαι...

Η Αδέλλα μπήκε στη ζωή μου πολλά χρόνια μετά. Ψηλή και νταρντάνα με ένα τσιγάρο μονίμως κρεμασμένο στα χείλη της και με ένα κορακίσιο ίσιο μαλλί, η πρώτη εντύπωση που μου έδωσε ήταν πως κάτι το εξωπραγματικό έτρεχε μ αυτήν. Η ίδια δήλωνε σμυρνιά αλλά για να πω την αλήθεια ήταν κάτι που ούτε μπορούσα να το διασταυρώσω ούτε όμως και να το αμφισβητήσω μιας και δεν είχα καμιά σχέση με σμυρνιές ως τότε. Μόνιμος σύντροφος της μια χιλιοτριμμένη τράπουλα που κουβαλούσε μαζί της όπου κι αν πήγαινε και που όποτε έβρισκε ευκαιρία - και τραπέζι μεγάλο για να χωρέσουν - τα άπλωνε και σου έλεγε τα μελλούμενα.

Χρόνια μετά κατάλαβα πως μέσα σε όλη αυτή τη μαγεία που έκρυβε η Αδέλλα  σαν φιγούρα και όλα αυτά τα κόλπα με τις τράπουλες και με διάφορα άλλα ξόρκια που κατα καιρούς επιστράτευε για να "ξορκίσει" το κακό, το μάτι, την γκαντεμιά και γενικώς ότι δεν της καθόταν καλά υπήρχε και μια δόση θεάτρου με καταπληκτικές ομολογουμένως ερμηνείες.

Δεν ήθελες τι ζωή σου από το φόβο όταν "έβλεπε" κάτι το τρομερό στα χαρτιά. Άρχιζε να γυρνά το κεφάλι γύρω γύρω να αναστενάζει βαθιά, - κάποιες φορές έπερνα όρκο ότι βούρκωνε κιόλας- και μετά σου έσκαγε τη βόμβα. Κυρά Ευτέρπη στο φορά το κέρατο ο μπαγάσας ο Γιάννακης. Όπου η κυρά Ευτέρπη ακούγοντας το τραγικό μαντάτο δεν περίμενε διόλου. Έφευγε τρέχοντας με την εμπριμέ ρόμπα να ανεμίζει μισοκουμπωμένη γύρω από τα κοντόχοντρα της γόνατα και γύρναγε άρον άρον στο σπίτι - αφού φυσικά τα είχε ακουμπήσει στην Αδέλλα κανονικότατα - για να αρχίσει τη μουρμούρα στον έρμο τον Γιαννάκη, ένα ανθρωπάκι που το μόνο που μπορεί να της φόραγε της Ευτέρπης ήταν το τηγάνι κολλάρο αν ποτέ εύρισκε το θάρρος να εκφράσει την αγανάκτηση του.

(του μπι κοντινιεντ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΝΑ ΖΕΙΣ

Αν αυτά που σε πονάν δεν τ απογυμνώσεις, δεν τ' αποσυνθέσεις και δεν τ' αναδομήσεις πάνω σε καινούριες βάσεις και λογική, το πιο π...