Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυψέλη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυψέλη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Ο εφιάλτης στο δρόμο με τους στόκους (ή αλλιώς "Καλό μου πλυντήριο πόσο σ αγαπώ")


Καημό το είχα ρε παιδί. Χρόνια ολάκερα ένα πράμα. Καημό να αγοράσω πλυντήριο πιάτων να γλυτώσω τη μπουγάδα του κατσαρολικού. Γιατί πες μου ότι θες, βάλε με να κάνω ότι δουλειά θες. Μη με βάλεις μόνο να ξεσκονίσω να σιδερώσω και να πλύνω πιάτα. Θα μου πεις βέβαια, αμα δε κάνεις κι αυτά τι σκατά θα κάνεις κυρά μου μέσα στο σπίτι; Ε πως. Τόσες άλλες δουλειές έχει το σπίτι. Από βαριές μέχρι ελαφρές. Ανέλαβε εσύ αυτά τα τρία και εγώ σου κάνω όλα τα υπόλοιπα.
Το έχω χρόνια τώρα φιλοσοφήσει το πράμα. Και ενώ για το σιδέρωμα βρήκα λύση - καταργήσαμε τα πουκάμισα επί τω πλείστων - για το ξεσκόνισμα τι να κάνω το ανέχομαι με βοηθό μου το σουίφερ - πως το λένε εκείνο το θαυματουργό πανί - με τα πιάτα είχαμε θέμα. Ή θα τα έπλενε άλλος ή θα έπερνα πλυντήριο. Κι επειδή το πρώτο πολύ σπάνια παίζει κατέληξα στο δεύτερο.
Και το πήρα. Μεταλλικό χρώμα, μικρό να χωρά στον πάγκο επάνω μιας και ο σπιτονοικοκύρης - που να του καεί το βίντεο, το ντιβιντί, το δορυφορικό και να μένει αξύριστη η γυναίκα του συνέχεια - δεν είχε προβλέψει χώρο στο ντουλάπι.
Και το καμάρωνα και το ξεσκόνιζα μέχρι να συνδεθεί - με τις συνδέσεις τον συσκευών έχω άλλο θέμα πάλι, πάντα αγοράζω συσκευή και τη συνδέω δέκα μέρες μετά - και επιτέλους μετά από πολλές μετάνοιες βρήκαμε υδραυλικό. Όοοοοοοοοοχι βέβαια έλληνα. Σιγά μην ερχόταν έλληνας για μια τέτοια ψιλοδουλειά. Ρουμάνος. Που αφού το κοίταξε απ' εδώ, το κοίταξε απ έκεί σα να ήταν μηχάνημα του διαβόλου απεφάνθει... "Πρέπει κάνουμε τρύπα σε ντουλάπι"...
Όπα φρένο μάστορη γιατί καραδοκεί και ένας σπιτονοικοκύρης κολλημένος - αλλοδαπός κι αυτός μην το ξεχνάμε. Κι εκεί κολλά το θέμα. Δώσε βρε κουμπάρε άλλη ιδέα έτσι που να χαρείς τη Ρουμανία σου.
Άλλη λύση να το βάλουμε μέσα στο ντουλάπι - κάτω από το νεροχύτη - αλλά θα πρέπει να βγουν οι πόρτες του ντουλαπιού.
Βουρ λέει το έτερον ήμισυ. Φρένο λέω εγώ. Μ' έτρωγε βλέπεις το όλο θέμα. Βρε λες να έχουμε αγκαλιές με τον σπιτονοικοκύρη; Βρε κάτσε μην ανοίξουμε πόλεμο τώρα που λήγει και το συμβόλαιο μας και καμιά διάθεση δεν έχω να παίζω πάλι το δράμα του ξεριζωμένου και να ψάχνω καλοκαιριάτικα για νέα φωλιά να στεγάσει τη μούρλα μου.
Στήνω καρτέρι στον σπιτονοικοκύρη - που αν δεν το είπα το λέω τώρα, να του πιάσει ψύλλους το κεφάλι και να μην τις βγάζει με τίποτε - του αναφέρω το συμβάν με το ωραιότερο χαμόγελό μου και με το βλέμα το τσαχπίνικο να τρεμοπαίζει... κι εκεί αρχίζει η σφαγή.
Και δε θα μου καταστρέψεις εσύ το σπίτι. Και δε θα κάνεις τρύπες και δε θα ξηλώσεις πόρτες.
Μάταια να παλεύω εγώ να του εξηγήσω πως ουδεμία τέτοια πρόθεση είχα. Το μόνο που ήθελα η έρμη ήταν να κάνω τη ζωή μου πιο εύκολη.
Να φωνάζει να χτυπιέται και να ωρύεται - με δεύτερη φωνή τη γυναίκα του ξέχασα να σας πω, που αν δεν το ανάφερα το αναφέρω τώρα που να της πέσει το βυζί και να σπάει τα μάρμαρα όποτε ανεβαίνει στον τρίτο - και εγώ να παλεύω να καταλάβω ποιος του πάτησε το λαιμό και δεν τον είδα.
Κι εκεί που λέω από μέσα αει σιχτίρ εσύ και η Αλβανία σου και ο μαλάκας που σας επέτρεψε την είσοδο στη χώρα, ακούω το φοβερό και τρομερό "Δεν έδωσα εγώ έγκριση για πλυντήριο πιάτων. Δε συμφώνησα να το αγοράσεις".
Κι εκεί μεταξύ μιας σειράς εγκεφαλικών και οξέων εμφραγμάτων του μυοκαρδίου από τα νεύρα και την απορία και ενώ ήδη έχω αρχίσει και τον πλησιάζω με τα χέρια απλωμένα ενώ παράλληλα νιώθω τα χέρια της πεθεράς να με τραβάν με μανία προς τα πίσω, αναρωτιέμαι...
Πόσο μαλάκας πρέπει να είναι ο άνθρωπος για να μου λέει πως πρέπει να του ζητήσω την άδεια για τις αγορές που κάνω;
Πόσο μαλάκας πρέπει να είναι για να επικαλλείται κάτι τέτοιο μπροστά σε μια τρελή που ήδη το μάτι της έχει κάνει δυο ολόκληρες στροφές και μια μισή;
Πόσα παράθυρα στοκάρω με το στόκο που έχει στο μυαλό του ο συγκεκριμμένος;
Γιατί ρε γαμώτο όσο και αν το έψαξα το θέμα πουθενά κανένας νόμος δε λέει πως ο ενοικιαστής πρέπει να ζητά την άδεια από τον ιδιοκτήτη για να αγοράσει το οτιδήποτε.
Για την ιστορία και μόνο το πλυντήριο λειτουργεί. Το πως είναι άλλο θέμα. Το αν θα αγκαλιαστούμε ξανά με τον σπιτονοικοκύρη αυτό είναι άλλο πάλι.
Η συνέχεια του θέματος επί του πλυντηρίου...

(update)
Δεν ξέρω ποιος ευθύνεται και ποιος με εκδικείται πάντως μετά τη μετακόμιση στη Θεσσαλονίκη το πλυντήριο πιάτων ξαναμπήκε στο κουτάκι του δεδομένης της έλλειψης χώρου στα ντουλάπια της κουζίνας... αν ξέρετε κάποιον καλό φτηνό επιπλοποιό να μου το πείτε... να μου φτιάξει το θρόνο του γιατί πολύ μου λείπει να ξέρετε).

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Καλοί μου γείτονες

Καιρό τώρα έχω τάξει να μιλήσω για τη γειτονιά μου - την καινούρια εδώ στην Κυψέλη όχι την παλιά εκεί στο νησί αν και προτιμώ πραγματικά να μιλώ γι αυτήν - και θαρρώ πως ήρθε η ώρα του να γίνει κι αυτό - γιατί κακά τα ψέματα αναβολή στην αναβολή χάσαμε το τραίνο και άντε τώρα να περιμένεις να περάσει το επόμενο άσε που σε λίγο θ' αρχίσει και ο Βασίλης (πεσλακ) να δέρνει και δεν το αντέχω το ξύλο και είναι και μπρατσωμένος τρομάρα του - και να πάμε γι άλλα.
Μένω σε έναν κεντρικό δρόμο στην Κυψέλη, γεμάτο με παρκαρισμένα αυτοκίνητα και πολυκατοικίες του 1820 - δεν είναι τόσο παλιές αλλά σου δίνουν την εντύπωση ότι από κάπου θα σκάσει μύτη η Μπουμπουλίνα και ο Κολοκοτρώνης μπαρουτοκαπνισμένοι, τόσο γκρίζες είναι - και στις πολυκατοικίες αυτές ζουν ή έχουν μαγαζιά λογιών λογιών βλαστάρια.
Πολλοί αλλοδαποί όπως σε όλη την Κυψέλη, Έλληνες που μένουν σε διαμερίσματα πληρώνοντας ενοίκιο στους αλβανούς που τα έχουν αγοράσει, καταστηματάρχες που σκοτώνουν την ώρα τους λόγω αναδουλειάς στην πόρτα του καταστήματος τους βγάζοντας και τη σφεντόνα που και πού μπας και πετύχουν κανέναν και μπει στο μαγαζί να ψωνίσει.
Ο ψιλικατζής - ο ένας από τους δυο - ο Βαγγέλης τύπος κλασικός και βαριεστημένος. Αραχτός να κλαίει τη μοίρα του που τον έκανε ψιλικατζή και παιδεύεται όλη μέρα - κλαίγεται αλλά δεν το πουλά το ρημάδι να το αγοράσω εγώ να κλαίω κι εγώ τη μοίρα μου μετά και να κονομάω τρελά αραχτή και άνετη δίπλα στο σπίτι μου ακριβώς - και σιχτιρίζει την τύχη του "που αυτός όλη μέρα πουλά μαλακίες ενώ η γυναίκα του η Ελένη το ξύνει στο σπίτι" - δε μου εξήγησε όμως ποτέ το πως γίνεται η έρμη η γυναίκα να το ξύνει με δίδυμα παιδιά και όλες τις άλλες δουλειές που τις φορτώνει ο Βαγγελάκης της  που "αει σιχτίρ καμιά μέρα θα τον στείλω για τσάι έτσι γκρινιάρης και υποχόνδριος που είναι ο βλάκας" που λέει και η γυναίκα του η Ελένη.
Χαρακτηριστικές φιγούρες και οι δυό τους. Ο Βαγγέλης είναι και φιλόμουσος τρομάρα του. Μαθαίνει κιθάρα να σκοτώνει την ώρα του και δε μπορώ να πω, παρόλο που τα αυτάκια μου μαθημένα στις φιλαρμονικές της Κέρκυρας κακοποιούνται βάναυσα από τους ήχους του κάνει φιλότιμες προσπάθειες.
Δίπλα του ακριβώς ο κύριος βουλκανιζατέρ ταλαιπωρεί μια κρητική λύρα. Ή μάλλον ταλαιπωρούσε πριν λίγο καιρό. Γιατί μια μέρα δεν άντεξα... μόλις τους άκουσα - ψιλικατζή και βουλκανιζατέρ - να παίζουν ντουέτο το "Δυο φάλτσα και μια στριγκλιά για λύρα και κιθάρα  τους είπα ατάλαντους και βιαστές της μουσικής οπότε ο βουλκανιζατέρ που πίσω από τη μουστάκα - τρομάρα του είναι σα μπακαλιάρος με μουστάκι - είναι ευαισθητούλης σταμάτησε να παίζει. Ή τουλάχιστον δεν παίζει όταν σκάω μύτη εγώ στη γειτονιά. Όχι θα τον άφηνα.
Τις καθημερινές οι γείτονες μου έχουν μια βαριεστημάρα τρομερή θαρρείς και σκέφτονται συνεχώς το άν θα αυτοκτονήσουν από ανία ή αν θα συνεχίσουν να σέρνουν τα πτώματα τους στο δρόμο αυτό της Κυψέλης που είχε την τύχη ή την ατυχία να τους φιλοξενεί.
Τα μαγαζιά - εκτός του ψιλικατζίδικου του Βαγγέλη  - 9 το πρωί είναι κλειδαμπαρωμένα και εφτασφράγιστα και οι ιδιοκτήτες ράθυμοι και αγουροξυπνημένοι - είπαμε αν έχετε άγνωστες λέξεις ανοίχτε και κάνα λεξικό να ξεστραβωθείτε βούδια - μαζεύονται στον ψιλικατζή και χασμουριόνται ομαδικώς μέχρι ο καϊφές που παρανόμως ψήνει ο Βαγγελάρας τους φτάσει ως τη φτέρνα. Μόλις αρχίσει και στις φλέβες τους τρέχει καφεΐνη τότε σαν από θαύμα αρχίζουν να κινούνται σαν τα μερμήγκια και κυνηγάνε πάλι τους πελάτες με τις σφεντόνες που λέγαμε στο ΠΑΡΤ ΟΥΑΝ. Ανάμεσα στο κυνήγι κάνουν και διαλείματα για κοινωνική κριτική -  "για δες ρε Βαγγέλα τη χοντρή που κατέβασε πάλι τα σκουπίδια με το νυχτικό και είναι τρομάρα της σα να έβγαλε βόλτα το αντίσκηνο" , "ε ρε και να μουνα φούρναρης να τη ζυμώσω τη μικρή του φούρνου να δει πως τα πλάθουν τα κουλουράκια που αυτά που μας πουλάει είναι σαν τα τούβλα του Κώστα δίπλα στη μάντρα οικοδομών". Τώρα θα μου πείτε... έχει φάει τα τούβλα του Κώστα ο βουλκανιζατέρ και μπορεί να κάνει σύγκριση τρομάρα του; Τι να σας πω θα σας γελάσω...
Δίπλα τους η κυρια Windows - όχι δεν έχει σχέση με υπολογιστές, όλη μέρα πρωινάδικα βλέπει και βραζιλιάνικες σειρές, απλά πούλα πορτοπαράθυρα - σεργιανά τη γειτονιά φτιάχνει το μπούστο για να μπορεί ο βουλκανιζατέρ να παίρνει μάτι καλύτερα και κάθεται αραχτή και φαινομενικά ήσυχη όταν σκάει μύτη ο κύριος windows ΄στο μαγαζί. Μόλις φύγει, βγαίνει πάλι στην πόρτα και χουφτώνει τα στήθια με νόημα πριν αρχίσει πάλι να τα τακτοποιεί με κλίση προς τα έξω και προς τέρψιν του βουλκανιζατέρ.
Απολαμβάνω να τους χαζεύω, να τους πειράζω και να τους τσιγκλάω. Μα η μεγαλύτερη απόλαυση είναι όταν τους βάζω να τσακώνονται μέσα στο ψιλικατζίδικο αρχίζοντας τα σχόλια για καταπιεσμένες γυναίκες και άντρες θύματα - συνταγή που παραδόξως πιάνει πάντα και που κάθε φορά αναγκάζουν τον ψιλικατζή να αναστενάζει όταν βλέπει ότι δεν μπορεί να επιβάλει την τάξη ώστε όλοι ν' ακούνε τη μίρλα για τη γυναίκα του.
Στην απέναντι πολυκατοικία η κατάσταση παραμένει περίεργη. Τα φαντάσματα του πρώτου ορόφου - αντρόγυνο είναι μάνα και γιος είναι θα σας γελάσω μένουν κλεισμένοι όλη μέρα στο σπίτι με τα παράθυρα κλειστά δε μιλούν ποτέ σε κανέναν και όταν σπανίως ανοίγουν παράθυρο ή βγουν στο μπαλκόνι έχουν και οι δυο μια ξινίλα στη μούρη λες και τους τάισες χαλασμένο ρυζόγαλο - αυτούς θα πρέπει να τους ερευνήσω λίγο γιατί πολύ μου τη σπάει που δεν ξέρω τι γίνεται.
Στον τρίτο μένει η χαρτορίχτρα - 60αρα χωρισμένη πρόσφατα που ντύνει τα 150 της κιλά με κάτι κουρτίνες με λάστιχο στο στήθος βγαίνει στο μπαλκόνι και χαίρεται όλη η γειτονιά τα κάλλη και την κυτταρίτιδα των μπουτιών της. Ίσα με 3 παράθυρα ντύνω με κάθε της φουστάνι. Προχθές μάλιστα εκείνο το εμπριμέ πολύ με άρεσε και να θυμηθώ να τη ρωτήσω αν το πουλά. άλλο φρούτο αυτή πάλι κάθεται και ξεματιάζει και σταυρώνει τον άνεμο και μουρμουρίζει ξόρκια προς το δρόμο - αποφεύγω να την πολυκοιτάω μη μας κάνει και τπτ βουντού μουντού και τρέχουμε οι άνθρωποι - που κακό να μη μας βρει και φάουσα και κακό γαρμπούνι να πιακει τσου οχτρούς μας (κερκυραϊκές κατάρες είναι αυτές μη ψάχνεις το λεξικό τώρα).
Και δίπλα της μένουν οι σεισμόπληκτες γιαγιάδες. Μια ομορφιά και οι δυο μαζί και μια απόλαυση να τις παρακολουθείς όταν παλεύουν στο μπαλκόνι με τις τρεις και μισή γλάστρες με λουλούδια που έχουν. Αυτές που λέτε...


(απόσπασμα από ένα πολύυυυυυυυυυυυυ μεγαλύτερο κείμενο με θέμα μια γειτονιά κάπου στην Κυψέλη... κάπου, κάποτε, ίσως δημοσιευθεί ολόκληρο)

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Τι σου κάνω μάνα μου


Σε προηγούμενη δημοσίευση μου ο Γιάννης Δ. σχολίάσε ότι στην Κυψέλη (και φαντάζομαι ότι αυτό ισχύει για όλες τις πυκνοκατοικημένες περιοχές των Αθηνών) έτσι να απλώσεις το χέρι σου φτάνεις να τσιμπολογήσεις τη μακαρονάδα του απένταντι σπιτιού. Και σκέφτηκα πως πλάκα πλάκα πόσο δίκιο είχε όταν θυμήθηκα μια σκηνή απείρου κάλλους που είδα πριν πολύ καιρό σε μια γειτονιά στο Γκύζη που μέναμε όταν πρωτοεγκατασταθήκαμε στην Αθήνα. Ζούσαμε τότε σε ένα μικρό ισόγειο διαμέρισμα που για να φτάσεις εκεί έπρεπε λίαν επιεικώς να έχεις κάνει λοκατζής - τόσο μεγάλη ανηφόρα είχε - κι εγώ που εκτός από στρουμπουλή κι αφράτη είμαι και μανιώδης καπνίστρια από τα μικράτα μου - χτικιό θα βγάλεις μου φώναζε η γιαγιά μου όταν μ' έβλεπε με τα τσιγάρα στα χέρια στα 15 μου - για να φτάσω στο σπίτι έκανα πολλές στάσεις ανεβαίνοντας, για να φτύσω 3 πακέτα κάμελ και να πάρω κουράγιο ασθμαίνοντας να συνεχίσω την αναρρίχιση.
Σε μια απο αυτές τις στάσεις μου είδα σε ένα δρομάκι κάθετο στη Βαρβάκη που διέσχιζα εγώ προς το σπίτι δυο γιαγιάδες σε δυο αντικρυστά μπαλκόνια να μιλάνε και να κουτσομπολεύουν - τσίριζαν κιόλας και άκουγα ακριβώς τι έλεγαν αλλά δυστυχώς δεν είχε ψωμί η δουλειά οπότε δεν κατέγραψα τη συνομιλία - και εκεί που ωραία τα λέγανε μπαίνει ξαφνικά η μια μέσα βγαίνει σε λίγο πάλι με ένα φτυάρι ξύλινο - από αυτά που χρησιμοποιούσαν παλιά για να βγάζουν τα ταψιά από τους φούρνους - στο ένα χέρι και με ένα πιάτο στο άλλο. Και εκεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου τη βλέπω με μεγάλη μαεστρία να ισορροπεί το πιάτο πάνω στο φτυάρι να απλώνει το φτυάρι προς το απέναντι μπαλκόνι και να δίνει στην άλλη γιαγιά το μεσημεριανό μεζέ. Για δες λέω εφευρετικότητα οι γιαγιάδες... Που να κατεβαίνουν κάτω να παλεύουν με κουμπιά ασανσέρ αυτοκίνητα και ιστορίες; Λύσαν το πρόβλημα τους και τα πινάκια μεταφέρονται ανέτως και αυτές συνεχίζουν αμέριμνες με τις λουλουδάτες νυχτικιές τους να κάνουν κοινωνική κριτική στα δρώμενα - και στην κόρη του ψιλικατζί που πολύ σουρλουλού και γλωσσού είναι ρε παιδάκι μου και κάθε βράδυ γυρνά ξημερώματα και την είδα εγώ Τασία μου που γύρισε απόψε στις 4 με τον ξεβράκωτο τον απέναντι και άμα βρεί γαμπρό αυτή εμένα να με θάψουνε χωρίς τη μασέλα μου - και να απαρυθμούν τα χάπια που είπιαν από το πρωί.
Το ίδιο γίνεται και στο νησί. Με μεγάλη μαεστρία έχουν καταφέρει στα στενά καντούνια στην παλιά πόλη να κάνουν ανταλλαγές προϊόντων και άπλωμα της μπουγάδας από τοίχο σε τοίχο - όπως δείχνει εκείνη η διαφήμιση της Κλινέξ που η χοντρή η στρίγγλα το σκίζει το σεντόνι, σκέψου δλδ τι τραβάει ο άντρας της, γιατί όχι να το παινευτούμε αλλά στα καντούνια τση Κέρκυρας γυρίστηκε η διαφήμιση αυτή - και να έχουν καταργήσει προ καιρού τώρα τα ανεβοκατεβάσματα. Ένας παιδικός φίλος ο Γιάννης, είχε βάλει σανίδια μέχρι το απέναντι μπαλκόνι για να μπορεί να στριμώχνει τα βράδυα τη Μαριλένα που πολύ τη γούσταρε αλλά τον σάπιζε στο ξύλο ο πατέρας της όταν τον έπιανε να της μιλά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Βίος και πολιτεία η Μαριλένα και ο Γιάννης. Αυτός έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του κάθε φορά κι αυτή έτρωγε τα ηρεμιστικά σαν καραμέλες για να εκφοβίσει τους δικούς της. Πέντε απόπειρες είχε κάνει για το Γιάννη και αφού τον παντρεύτηκε με το έτσι θέλω - είδαν και αποείδαν οι δικοί της σου λέει θα το χάσουμε το παιδί΄κι έτσι είπαν το ναι - στους τρεις μήνες τον χώρισε γιατί λέει δεν ήταν αρκετά άντρας γι' αυτήν - που πως να' ναι ο χριστιανός μετά από τόσα ακροβατικά και τόσο ξύλο;
Στην Κυψέλη τώρα - για να μη ξεχνίομαστε κιόλας, άλλη φορά περί Μαριλένας και Γιάννη - ώρες ώρες έχω την αίσθηση ότι έτσι που είναι δομημένη η γ@μημένη , είμαστε όλοι μια μεγάλη παρέα που κάθε απόγευμα πίνουμε καφέ μαζί. Βγαίνω εγώ στο μπαλκόνι και κερνάω κουλούρι την απέναντι που λέει ο λόγος. Ακούς τι λέει ο διπλανός ακούς τι κάνει πως βήχει ποιος ροχαλήζει ποιος πηδάει τη γυναίκα του και αν αυτή έχει φέικ οργκασμ ή όντως ο Τάκης της ταράζει τα νερά. Ακούς τον αποπάνω πότε πλένεται - καθαρό το παλικάρι δε μπορώ να πω σαν τις πάπιες ένα πράμα όλη μέρα στα νερά - ακούω τη σπιτονοικοκυρά στον τρίτο που βάζει κλαρίνα - γαμώ το Σαλέα μας γαμώ - ακούω και το γιό της στο υπόγειο που το έχει κάνει γαμιστρώνα όταν τρέχει τα ξημερώματα να κατουρήσει την αυλή γιατί το σπίτι του είναι στον τρίτο και χωρίς ασανσέρ που να τρέχεις με τα σώβρακα που περιμένει και το θηλυκό τστιστίδι να το αποφτώσεις.
Ακούω γενικώς τα πάντα. Κι αυτά που θέλω - γιατί είπαμε είμαι εκτός από τρελή και κουτσομπόλα - ακούω και αυτά που δε θέλω. Προχθές άκουσα τον διπλανό. Ο έρμος βόγγαγε έσκουζε ξεφυσούσε. Λέω κι εγώ καλά περνά η μανταμίτσα του. Αμ δε. Δυσκοίλιος είναι ο έρμος και να θυμηθώ όταν τον δώ να του δώσω καμιά συμβουλή μπας και γλιτώσουμε από τα βογγητά του.
Κατά διαστήματα ακούω και τους εξ αριστερών μας που επιδίδονται σε γυμναστικές επιδείξεις - ασκήσεις εδάφους εδάφους επί του στρώματος και επί του καναπέος. Την τελευταία φορά που τους άκουσα ήταν 4 και κάτι το πρωι. Αυτός βογγούσε κι έσκουζε - όχι δεν είχε κι αυτός δυσκοιλιότητα - κι αυτή ξεφώνιζε σα να την είχε πιάσει από το λαιμό. Και δώστου να βογγά αυτός και δώστου να τσιρίζει αυτή και ξαφνικά μέσα στην όλη ταραχή που μας προκάλεσε αρχίζει και τα χαριτωμένα "Τι σου κάνω μάνα μουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ" και να του απαντά αυτή με όλο της τον οίστρο "Με γ@μ@ς" και να ξαναλέει αυτός "Ναι σε γ@μ@ω και σ' αρέσει" - αμα δεν της άρεσε ρε μπαγλαμά θα έφευγε - και άλλα τέτοια ωράια.. Και εκεί που έτοιμη ήμουν να δώσω την κατάλληλη απάντηση κι εγώ και να τους μπινελικώσω άγρια που μας ξύπναγαν - τα σκατόπαιδα μας ερέθισαν βραδιάτικα - ακούγεται μια φωνή βγαλμένη θαρρείς από το υπερπέραν νυσταγμένη βραχνή και με 7 κιλά αγριάδα - αντρική ήταν απ' ότι κατάλαβα μετά - να φωνάζει "Αυτήν την γ@μ@ς και της αρέσει, αμά σε πιάσω ρε κερατά που μας ξύπνησες βραδιάτικα και σε γ@μισω κι εγώ θα σου αρέσει; 'Αντε ρε κερατά να δω τώρα ποιος θα ξανακοιμήσει τη γυναίκα μου που ξύπνησε και θέλει κι αυτή κοκο".

ΝΑ ΖΕΙΣ

Αν αυτά που σε πονάν δεν τ απογυμνώσεις, δεν τ' αποσυνθέσεις και δεν τ' αναδομήσεις πάνω σε καινούριες βάσεις και λογική, το πιο π...