Εικοσιδύο βήματα. Βαριά, συρτά και συνεχόμενα από τον έναν τοίχο στον άλλον. Μια διαδρομή καθημερινή, χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό... απλά εικοσιδύο μικρά βήματα που έπρεπε όπως και χθες, όπως και αύριο να γίνουν.
Κάθε μέρα ξυπνούσε χαράματα, έβγαζε τα πόδια έξω από το κρεβάτι και το παγωμένο πάτωμα έστελνε σήματα αφύπνισης στο μυαλό που αρνούνταν κατηγορηματικά να ξαναμπεί στην ίδια διαδικασία όπως χθες και κάθε χθες.
"Να σηκωθείς, να πλυθείς, να ντυθείς και να ξεκινήσεις πάλι τα εικοσιδύο αέναα βήματα σου.
Ούτε ένα λιγότερο ούτε ένα περισσότερο. Από τον τοίχο σου στον άλλο, από το παράθυρο στην πόρτα, από τη τρέλα στη λογική, από το μουντό σου τάφο στο φως της ελευθερίας σου"
Φόρεσε τις κακοπατημένες παντόφλες και έμεινε εκεί ώρα αρκετή κοιτώντας τα ξεθωριασμένα τους σχέδια και τη ραφή που είχε πλέον ξηλωθεί εντελώς αφήνοντας το μικρό δάχτυλο εκτεθειμένο. Πριν μέρες το είχε χτυπήσει στην άκρη του τραπεζιού ενώ έκανε το δέκατο ένατο βήμα. Πόνεσε τόσο που βούρκωσε αλλά δε μπορούσε να σταματήσει ούτε καν για να το τρίψει λίγο... έπρεπε να ολοκληρώσει τα βήματα...
Εικοσιδύο...
Κάθε βήμα και ένας χρόνος Κάθε χρόνος και ένα βήμα. Από την πόρτα στο παράθυρο, από τη λογική στην τρέλα, από το φως στο μουντό τάφο. Όλη μέρα πήγαινε έλα συνεχώς. Και μόνο το βράδυ σταματούσε και έπεφτε σε έναν ύπνο λήθαργο. Έναν ύπνο δίχως όνειρα, δίχως να αλλάζει πλευρό.
Κάτι κρατούσε το κορμί ακίνητο μέχρι να ξημερώσει και να σηκωθεί ξανά.
Σηκώθηκε πλύθηκε ντύθηκε και κοίταξε τον τοίχο... έπρεπε να πάρει θέση και να μετρήσει το πρώτο βήμα... έπρεπε να κάνει μετά το δεύτερο, το τρίτο... μέχρι το εικοστό δεύτερο που ήταν και το σωστό.... και μετά να κάνει στροφή και να μετρήσει πάλι... ένα, δύο... εικοσιδύο...
Μα σήμερα λαχτάρησε μια γουλιά καφέ... πρώτη φορά στα τόσα βήματα... μια μυρωδιά που ερχόταν από το που; Από το κάπου... ξύπνησε τις αισθήσεις, αναστάτωσε την όσφρηση...
Να γευτεί και μετά να μετρήσει...
Έφτιαξε καφέ, τον είχε χρόνια στο ντουλάπι αλλά μύρισε το σπίτι σα φρεσκοτριμμένος, πήρε ανάσες βαθιές, φούσκωσε τα πνευμόνια και σκέφτηκε τα βήματα που έχασε...
Πήγε και ακούμπησε την πλάτη στον παγωμένο τοίχο και κοιταξε μπροστά.. στο στόμα η γεύση του καφέ είχε προκαλέσει εκρήξεις απιστευτες και είχε ξυπνήσει θύμησες και συναισθήματα που δεν πίστευε ότι ακόμη είχε...
Ένιωσε να βουρκώνει από χαρά αλλά δε θέλησε να το δείξει... άφησε το δάκρυ εκει να αιωρείται και έκανε το πρώτο βήμα... ΈΝΑ....
Και συνέχισε να βηματίζει... ΔΥΟ... ένα τη φορά, αργά συρτά βήματα...
Το δάκρυ έφτασε στα μάγουλα και η καρδιά χτυπούσε τρελά.... ΔΕΚΑ ΟΚΤΩ ...
Πρόσεξε μη χτυπήσει το δάκτυλο στο τραπεζάκι και έριξε το επόμενο βήμα ...ΔΕΚΑ ΕΝΝΕΑ...
ΕΙΚΟΣΙ.... ένας λυγμός συγκλόνισε το στήθος και λύγισε το κορμί... ΕΙΚΟΣΙ ΈΝΑ...
Ένα ακόμη και στροφή... ΕΙΚΟΣΙ ΔΥΟ.... Στάθηκε και κοίταξε την πόρτα... ΕΙΚΟΣΙ ΔΥΟ χρονια την κοιτούσε και μετά στροφή...
Στο στόμα ο καφές είχε μείνει εκεί... σα να μην είχαν περάσει ΕΙΚΟΣΙ ΔΥΟ ολόκλρηα βήματα από τη στιγμή που τον γεύτηκε... ταλαιπωρούσε το μυαλό με αναμνήσεις... το ξυπνούσε απρόσμενα... και ξαφνικά το χέρι απλώθηκε και άνοιξε την πόρτα... και τα βήματα γίναν ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΙΑ....
και το φώς πλημμύρισε τον κόσμο..