Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Δεν έχω χρόνο



Δεν έχω χρόνο ρε φίλε,
Δεν έχω χρόνο για έρωτες μίζερους, 
για στιγμές παγωμένες,
για αμηχανίες και καμάκια εφηβικά.

Δεν έχω χρόνο για βραδινές αναμονές και βουρκωμένα μάτια.
Δεν έχω χρόνο για ελέγχους και ζήλιες άρρωστες.
Δεν έχω χρόνο να παίζω παιχνίδια, 
να μετράω τις μέρες, 
να φωνάζω υστερικά απούσες ψυχές.

Δεν έχω χρόνο ν απολογούμαι για λόγια που είπα, 
για πράξεις που δεν έκανα.
Δεν είμαι εγώ του πριν. Είμαι εγώ του τώρα.

Μεγάλωσα φίλε.
Μεγάλωσα και αλλάζω ρυθμούς, 
βήματα κι αναπνοές.
Μεγάλωσα και θέλω τις νύχτες μου 
γεμάτες ζεστές αγκαλιές και πάθη ουσίας.

Μεγάλωσα και θέλω ανταλλάγματα 
για ό,τι δίνω και ό,τι μοιράζω.
Πονάω, αγαπάω, ονειρεύομαι,
ελπίζω και όλα αυτά γιατί μπορώ. 

Γι αυτό σου λέω...
Δεν έχω χρόνο

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Η ποίηση είναι μια τέχνη μοναχική που εντελώς συμπτωματικά μπορεί να την απολαύσει και κάποιος ακόμη, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι την αντιλαμβάνεται κιόλας.
Οι στίχοι επιτρέπεται να επαναλαμβάνονται σε μέτρα ιαμβικά βασιζόμενα σε ρυθμούς αντικρουόμενους με το ρυθμό μιας καρδιάς και μόνο.
Αν αυτή η καρδιά δεν είναι η δική σου απλά δεν έχει πλέον καμιά αξία η μουσική.
Θα μπορούσα να είμαι μια καλοκουρδισμένη άρπα αλλά δυστυχώς γίνομαι μια φάλτσα κιθάρα που χάνει κάθε μέρα και μια χορδή.
Στις πόσες τελειώνω;

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

15 Νοεμβρίου 2016

Σχετική εικόνα



Στις λέξεις που δεν λέμε κρύβεται το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης μου όλης.
Πρέπει να ψάξεις, να ματώσεις για να το βρεις...
Και πάλι σίγουρο δεν είναι.
Προτιμώ του λαιμού σου την καμπύλη γιατί εκεί ενώνεται λογική και συναίσθημα.
Να προτιμάς την αριστερή πλευρά, ακούγομαι καλύτερα.

Πάντα δικός σου
Σ. Α. 

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Πάει κι αυτή η Κυριακή


Την φάγαμε κι αυτή την Κυριακή και ήδη μωρό μου η Δευτέρα παρακολουθεί έτοιμη να μας αρπάξει... άλλους κατασπαράζοντας την ηρεμία και τη λήθη τους και άλλους λυτρωτικά και με προσμονή μιας εξόδου από μια πραγματικότητα μίζερη και βασανιστική μοναξιάς και συγκατάβασης.
Η Κυριακή στο τέλος της μωρό μου είναι σα γκόμενα που αφού την ξεθέωσες στο πήδημα αυτή θέλει ανάλυση.... σου γανώνει το μυαλό σε σημείο που αναρωτιέσαι αν άξιζε... σου τεντώνει το νεύρο και στο κάνει σκοινί ν απλώσεις τη μπλούζα εκείνη που ξέχασες ότι ήθελες αύριο να φορέσεις και την έπλυνες στο νιπτήρα... εκεί που λίγες ώρες πριν το τεκνό σαπούνιζε το μούσι να φύγει η μυρωδιά σου από πάνω του αφού (σ) έφαγε για πρωινό.
Η Κυριακή στο τέλος της μωρό μου είναι γλυκιά επικάλυψη στον ουρανίσκο, σαν το μιλφέιγ το σπιτικό μαζί με τον απογευματινό καφέ. Είναι κι εκείνο το χαμόγελο στην άκρη της σκάλας την ώρα που σου λέει το "τα λέμε" κι εσύ κρεμιέσαι έτσι δήθεν ανέμελα για ένα αποχαιρετιστήριο φιλί με το μπουρνούζι να ανοίγει εκεί στο στήθος αθώα....
Η Κυριακή είναι η βασίλισσα των ημερών (μας)

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Γράμμα στο συρτάρι (09 Νοέμβριος)


Απαξιωτικά προς την περηφάνια και τις σταθερές αξίες τις οποίες σε διακατέχουν, διεκδικώ και καταλαμβάνω το δικό σου χώρο παλεύοντας μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας να γίνω κομμάτι του κόσμου σου.
Οι πορείες που χαράζουν τα δικά μου ιδανικά κάθε άλλο παρά σταθερές είναι. Κρεμάμενες σα σπαθιά πάνω από το κεφάλι μας, σα τονικό εργαλείο, σαν εκκρεμές που μετρά, χρόνο, σφυγμούς, πνοές και ηδονές, μένουν για λίγο εκεί, κοιτώντας μας ειρωνικά πριν χαθούν στο βάθος του κόσμου σου. Εκεί που δεν έχει σημασία καμιά, το πως το γιατί και το πρέπει.
Πως μπλέκονται οι σκέψεις με τα ακροδάκτυλα σου θα ήθελα μια φορά να μου εξηγήσεις.
Αν είχα την επιλογή θα μάτωνα διασχίζοντας τους κακοτράχαλους δρόμους σου, για τώρα και για πάντα
Πάντα δικός σου
Σ.Α.

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Γράμμα στο συρτάρι (30 Οκτωβρίου)



Υπάρχει ποτέ πιθανότητα να ξεχάσεις όσα έχουμε ζήσει; Με ποιο τρόπο θα μπορούσες να διαγράψεις άραγε στιγμές και συναισθήματα που μοιραστήκαμε χωρίς καν να σ ακουμπάω ή να μ' ακουμπάς;
Μέσα στου μυαλού μου τους λαβύρινθους, ένα αγρίμι βρίσκεται χαμένο και ψάχνει τρόπο να βγει.
Δε βοηθάς αγαπημένη μου. Μ ' αφήνεις εκεί μόνο, εμένα το αγρίμι, εμένα το λύκο, να παλεύω να βρω τρόπο να πλησιάσω εσένα για να ελευθερώσω εμένα, με μόνο όπλο δυο λεξεις που δεν είσαι σε θέση ακόμη να δεχτείς και να πιστέψεις.
Πότε τα Σ' ΑΓΑΠΩ μου θα βρουν το δρόμο της λογικής να τον γεμίσουν όνειρα;

Να θυμηθείς να μ αγαπήσεις την ώρα που θα ξυπνάς.
Ο πάντα δικός σου
Σ. Α.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Το 23ο βήμα

Εικοσιδύο βήματα. Βαριά, συρτά και συνεχόμενα από τον έναν τοίχο στον άλλον. Μια διαδρομή καθημερινή, χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό... απλά εικοσιδύο μικρά βήματα που έπρεπε όπως και χθες, όπως και αύριο να γίνουν.
Κάθε μέρα ξυπνούσε χαράματα, έβγαζε τα πόδια έξω από το κρεβάτι και το παγωμένο πάτωμα έστελνε σήματα αφύπνισης στο μυαλό που αρνούνταν κατηγορηματικά να ξαναμπεί στην ίδια διαδικασία όπως χθες και κάθε χθες.
"Να σηκωθείς, να πλυθείς, να ντυθείς και να ξεκινήσεις πάλι τα εικοσιδύο αέναα βήματα σου.
Ούτε ένα λιγότερο ούτε ένα περισσότερο. Από τον τοίχο σου στον άλλο, από το παράθυρο στην πόρτα, από τη τρέλα στη λογική, από το μουντό σου τάφο στο φως της ελευθερίας σου"
Φόρεσε τις κακοπατημένες παντόφλες και έμεινε εκεί ώρα αρκετή κοιτώντας τα ξεθωριασμένα τους σχέδια και τη ραφή που είχε πλέον ξηλωθεί εντελώς αφήνοντας το μικρό δάχτυλο εκτεθειμένο. Πριν μέρες το είχε χτυπήσει στην άκρη του τραπεζιού ενώ έκανε το δέκατο ένατο βήμα. Πόνεσε τόσο που βούρκωσε αλλά δε μπορούσε να σταματήσει ούτε καν για να το τρίψει λίγο... έπρεπε να ολοκληρώσει τα βήματα... 
Εικοσιδύο...
Κάθε βήμα και ένας χρόνος Κάθε χρόνος και ένα βήμα. Από την πόρτα στο παράθυρο, από τη λογική στην τρέλα, από το φως στο μουντό τάφο. Όλη μέρα πήγαινε έλα συνεχώς. Και μόνο το βράδυ σταματούσε και έπεφτε σε έναν ύπνο λήθαργο. Έναν ύπνο δίχως όνειρα, δίχως να αλλάζει πλευρό.
Κάτι κρατούσε το κορμί ακίνητο μέχρι να ξημερώσει και να σηκωθεί ξανά.
Σηκώθηκε πλύθηκε ντύθηκε και κοίταξε τον τοίχο... έπρεπε να πάρει θέση και να μετρήσει το πρώτο βήμα... έπρεπε να κάνει μετά το δεύτερο, το τρίτο... μέχρι το εικοστό δεύτερο που ήταν και το σωστό.... και μετά να κάνει στροφή και να μετρήσει πάλι... ένα, δύο... εικοσιδύο...
Μα σήμερα λαχτάρησε μια γουλιά καφέ... πρώτη φορά στα τόσα βήματα... μια μυρωδιά που ερχόταν από το που; Από το κάπου... ξύπνησε τις αισθήσεις, αναστάτωσε την όσφρηση...
Να γευτεί και μετά να μετρήσει...
Έφτιαξε καφέ, τον είχε χρόνια στο ντουλάπι αλλά μύρισε το σπίτι σα φρεσκοτριμμένος, πήρε ανάσες βαθιές, φούσκωσε τα πνευμόνια και σκέφτηκε τα βήματα που έχασε...
Πήγε και ακούμπησε την πλάτη στον παγωμένο τοίχο και κοιταξε μπροστά.. στο στόμα η γεύση του καφέ είχε προκαλέσει εκρήξεις απιστευτες και είχε ξυπνήσει θύμησες και συναισθήματα που δεν πίστευε ότι ακόμη είχε...
Ένιωσε να βουρκώνει από χαρά αλλά δε θέλησε να το δείξει... άφησε το δάκρυ εκει να αιωρείται και έκανε το πρώτο βήμα... ΈΝΑ....
Και συνέχισε να βηματίζει... ΔΥΟ... ένα τη φορά, αργά συρτά βήματα...
Το δάκρυ έφτασε στα μάγουλα και η καρδιά χτυπούσε τρελά.... ΔΕΚΑ ΟΚΤΩ ...
Πρόσεξε μη χτυπήσει το δάκτυλο στο τραπεζάκι και έριξε το επόμενο βήμα ...ΔΕΚΑ ΕΝΝΕΑ...
ΕΙΚΟΣΙ.... ένας λυγμός συγκλόνισε το στήθος και λύγισε το κορμί... ΕΙΚΟΣΙ ΈΝΑ...
Ένα ακόμη και στροφή... ΕΙΚΟΣΙ ΔΥΟ.... Στάθηκε και κοίταξε την πόρτα... ΕΙΚΟΣΙ ΔΥΟ χρονια την κοιτούσε και μετά στροφή...
Στο στόμα ο καφές είχε μείνει εκεί... σα να μην είχαν περάσει ΕΙΚΟΣΙ ΔΥΟ ολόκλρηα βήματα από τη στιγμή που τον γεύτηκε... ταλαιπωρούσε το μυαλό με αναμνήσεις... το ξυπνούσε απρόσμενα... και ξαφνικά το χέρι απλώθηκε και άνοιξε την πόρτα... και τα βήματα γίναν ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΙΑ.... 
και το φώς πλημμύρισε τον κόσμο..

ΝΑ ΖΕΙΣ

Αν αυτά που σε πονάν δεν τ απογυμνώσεις, δεν τ' αποσυνθέσεις και δεν τ' αναδομήσεις πάνω σε καινούριες βάσεις και λογική, το πιο π...