Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Τι είναι η πατρίδα μου οεοοοοο?


Μέρες τώρα ψάχνω να βρω ευκαιρία να απαντήσω σε μια άλλη τρελή που με ρώτησε γιατί δεν φεύγω για το νησί μου - κάπως έτσι το θέσαμε το ζήτημα - όταν σε ανάλογο δικό της ποστάρισμα αναρωτιόμασταν τι σκατά κάνουμε τελικά εδώ στην Αθήνα αφού νοσταλγούμε τόσο τον τόπο καταγωγής μας. Αγαπητή Τρελή το ακόλουθο κείμενο αφιερωμένο σε σένα λοιπόν και ελπίζω να βρείς τις απαντήσεις σου.
Τι είναι η πατρίδα μου;
Η πατρίδα μου είναι ένα νησί στο ΒΔ μέρος της Ελλάδας, που βρέχεται γύρω γύρω - γι' αυτό το λένε και νησί - από θάλασσες που όσο περνά ο καιρός γίνονται βρωμερές και σιχαμερές κατά πλειοψηφία, στις οποίες μπορείς να βρείς θαλασσινούς μεζέδες και αλβανούς λαθρομετανάστες - αυτοί οι τελευταίοι δεν τρώγονται. Το κλίμα της είναι ανυπόφορο γιατί τώρα τα τελευταία χρόνια η κάθε κουτσή μαρία έχει πάρει αυτοκίνητο και πήζει το νησί στο καυσαέριο - τι Αθήνα λοιπόν τι Κέρκυρα το ίδιο και το αυτό.
Οι κάτοικοι της αξιαγάπητοι κανταδώροι και καλλιτέχνες  - στη λαμογιά και στην αρπαχτή -  ξέχασαν τα καλά που τους προσέφερε το νησί και ο τουρισμός εν γένει και με μεγάλη επιτυχία το έριξαν στην άρπακόλλα. Ασχολούνται κυρίως με το πως θα χτίσουν περισσότερες ξενοδοχειακές μονάδες της κακιάς ώρας και πως θα πλουτίσουν μέσα σε ένα καλοκαίρι ευελπιστώντας πως έτσι τον υπόλοιπο χρόνο θα μπορέσουν να κάθονται στο Αχίλλειο να ξύνουν τ' αρχίδια του Αχιλλέα που είπε και κάποιος όνομα και μη χωριό.
Τα παλιά τα χρόνια η πατρίδα μου ήταν ένα κομμάτι της ελληνικής πατροπαράδοτης επαρχίας, με τις γειτονιές της τις γραφικές, τους ζεστούς φιλόξενους ανθρώπους, το πράσινο, τη θάλασσα και τις παραλίες χωρίς τις ξαπλώστρες και τον μπαρμπαγιάννη που πούλαγε τα παγωτά τα έβγα με το ποδήλατο ψυγείο στα πιτσιρίκια.
Και μετά εξελιχτήκαν τα πάντα. Ο μπαρμπαγιάννης πούλησε το ποδήλατο και πήρε περίπτερο και το έκανε μινι μάρκετ και άρχισε να γδέρνει πρώτα τους τουρίστες και μετά τους ντόπιους. Και εμείς όλοι οι κάτοικοι του νησιού ανακαλύψαμε πως με τον τουρισμό βγάζουμε χρήμα. Και παρατήσαμε τη γεωργία και κλείσαμε τα εργοστάσια μας - ναι είχε αρκετά η Κέρκυρα - και γίναμε τουριστικοί πράκτορες δασκάλοι του σκί - και του ξεσκί - και πλέον εξαρτώμασταν όλοι από τον τουρισμό
Στην πατρίδα μου εγώ εξασκούσα το επάγγελμα του γραφίστα και δούλευα αποκλειστικά με τους τουριστογδάρτες κοινώς όοοοοοολους αυτούς που περίμεναν το τρίμηνο του καλοκαιριού για να πλουτίσουν. Και όσο τους έγδερναν τόσο σταμάταγαν αυτοί να έρχονται στο νησί και να προτιμούν τ' άλλα νησιά και εμείς οι έρμοι οι γραφίστες να ψωμολυσσάμε αφού οι τουριστογδάρτες δεν είχαν πια μπικικίνια να δώσουν για να ανανεώσουν τα έντυπα τους και να ψάχνουμε με το κυάλι πελάτη να του τα αρπάξουμε κι εμείς και στο τέλος να πουλάνε οι τουριστογδάρτες τα υπερπολυτελή κοτετσοξενοδοχεία και να τα πέρνουν κυπριακές εταιρείες οι οποίες έφερναν από αλλού τα έντυπα.
Και να εμείς να στήνουμε καρτέρι για μια δουλειά και να οι τουρίστες να μας ξεφεύγουν - είχαν κάνει προπόνηση - και άντε μετά εσύ να έχεις περάσει τα πρώτα άντα και να ψάχνεις για δουλειά σε μια πατρίδα που μόνο αν φοράς μίνι μέχρι τον αφαλό - αυτά που είναι σαν ότι έχει απομείνει - και να βρίσκεις μόνο δουλειά με τρεις κι εξήντα κι αυτά τα εξήντα να τα σκέφτεσαι σαν την ηλικία σου αμεεεεεεεεεεε.
Αυτή είναι η πατρίδα μου. Που έχει βέβαια και τα καλά της, αλλά αυτά τα βλέπεις μόνο όταν έχεις ήδη εξασφαλίσει στην τσιμεντούπολη την Αθήνα τον άρτον τον επιούσιο. Και που τα θυμάσαι μόνο με κάτι ποσταρίσματα σαν το δικό σου τρελή μου με νοσταλγία και με ένα κόμπο στο λαιμό.
Γιατί όταν σκέφτεσαι ότι λόγω των τουριστογδάρτων έκλεισες εσύ το γραφειάκη σου, ξεσήκωσες το σπιτικό σου και άφησες πίσω σου πρόσωπα αγαπημένα... τότε λες ας μην τα θυμάμαι καλύτερα. Και κάθεσαι στα τσιμέντα να περιμένεις τη σύνταξη μπας και γυρίσεις πίσω και χαρείς και πάλι με κάποιον άλλο μπαρμπαγιάννη που θα πουλά παγωτά με το ποδήλατο.
Γιατί πως να το κάνουμε? Εκεί θα καταλήξουν κάποτε όλα τα νησιά αν οι κάτοικοι τους δεν πάρουν χαμπάρι πως με τρεις μήνες το χρόνο δε βγάζεις τα σπασμένα.
Υ,Γ.
Ίσως κάποιος να το διαβάσει αυτό το ποστ και να το δει ως δυσφημιστικό για την πατρίδα μου
Η Κέρκυρα είναι ωραία. Καταπληκτική. Για διακοπές. Αν έχεις την τσέπη γεμάτη. Αν ζεις εκεί... είναι ζόρικα όπως σε όλη την ελληνική επαρχία.

Σ.τ.Σ.
Από τότε που γράφτηκε το συγκεκριμένο κείμενο κύλισαν 5 και βάλε χρόνια... Από τότε άλλαξα ξανά πατρίδα, γειτονιά, δουλειά... Η πίκρα στο στόμα όμως παραμένει ίδια.
Αφιερωμένο σε όσες πατρίδες με μεγάλωσαν και σε όσες ενδεχομένως με γηροκομήσουν... 

Το ΚΕΠ και η αλλαγη φύλου


Είχα σκοπό μέσα από αυτό το μπλογκ να σταματήσω να διαμαρτύρομαι. Σκέφτηκα κάποια στιγμή πως μπορώ να γίνω πιο ρομαντική πιο νοσταλγός πιο τρυφερή ένα πράμα ρε παιδί σαν την καρδιά ενός μαρουλιού και να αφήσω να φανεί προς τα έξω η άλλη πλευρά μου - όχι αυτή του νταλικέρη - γιατί όπως και να το κάνουμε γυναίκα πράμα και να τα χώνεις παντού δε λέει. Λέει;
Μωρέ λέει και παραλέει. Ειδικά αν έχεις έστω και λίγο μυαλό και αντιλαμβάνεσαι το τι γίνεται γύρω σου. Αν έχεις έστω και μια μικρή ικανότητα να παίρνεις χαμπάρι πότε υποτιμούν τη νοημοσύνη σου και εκμεταλλεύονται την οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη εξουσία έχουν.
Και αυτό "έπαθα" εγώ σε μια πρόσφατη επίσκεψη μου στο ΚΕΠ Πατησίων. Μπήκα η γυναίκα ήρεμη γλυκιά και βγήκα με το μάτι γυρισμένο.
Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών. Εγώ τα λέω Κέντρα Εκνευρισμένων Πολιτών. Όποιος έχει πάει καταλαβαίνει. Όποιος έχει περάσει έστω και δέκα λεπτά από τη ζωή του εκεί μέσα τους αναθεματίζει.Σκοπός ύπαρξης τους? Η εξυπηρέτηση όλων αυτών των ταλαίπωρων που δε μπορούν να τρέχουν πρωί πρωί σε δημόσιες υπηρεσίες. Έργο τους? Η καταρράκωση δεκάδων πολιτών που μπαίνουν ήρεμοι και ψύχραιμοι και φεύγουν με τέσσερα εγκεφαλικά και 5 εμφράγματα.΄
Εγώ πριν πάθω τα εγκεφαλικά έπαθα κρίση. Κρισάρα για να πω την αλήθεια. Έβγαλα αφρούς φλύκταινες και κριθαράκι στο μάτι.
Αιτία; Μια υπάλληλος που νόμιζε ότι το ΚΕΠ είναι το τσιφλίκι του πατέρα της και όλοι εμείς εκει μέσα που με τις ώρες επί διημέρου περιμέναμε να εξυπηρετηθούμε είμαστε κολίγοι της και μας έβριζε. Μεταξύ των κολίγων γεροντάκια στα πρόθυρα κατάρρευσης που εκλιπαρούσαν για ένα χαρτί.
Η τσιφλικού έδινε χαρτάκια με αριθμούς προτεραιότητας. Χαρτάκια που τη μόνη χρησιμότητα που είχαν ήταν να σου γεμίζουν τη χούφτα. Γιατί η τσιφλικού παρόλα τα χαρτάκια απαιτούσε ουρά. Είχε ένα πάθος θα έλεγα με την ουρά. Εξυπηρετούσε όποιον φιλήσυχα και αμίλητα στεκόταν σε ουρά. Τα γεροντάκια σε κρίση. Ενός παππού του έφυγε η μασέλα από τα νεύρα. Μα έχω τον τάδε αριθμό. Ναι αλλα δεν είσαι στην ουρά. Ωρυόταν η τσιφλικού, αντιδρούσε ο παππούς, παράταγε αυτή το πόστο της και τον κολίγο που εξυπηρετούσε έβγαινε έξω τραβολογούσε τους παππούδες να τους βάλει στην ουρά και ούρλιαζε. "Στη σειράαααααααααααααααααα λέω στη σειρά"
Τι φωνάζεις κυρά΄μου; Παππούδες είναι, δεν είναι κουφοί. Έλεος δλδ.
Σε βοήθεια της τσιφλικούς έτρεχε κάθε φορά ένας φουσκωτός της δημοτικής αστυνομίας. Λες και τον είχες φουσκώσει με τρόμπα ένα πράμα. Το αναβολικό έκανε πάρτυ στα μπράτσα του. Χόρευε μάμπο σε κάθε του κίνηση. Έσπρωχνε τράβαγε και αγριοκοίταζε όποιον διαμαρτυρόταν.
Την πρώτη μέρα έφυγα από το ΚΕΠ άπραγη. Έβαλα στο στόχαστρο την τσιφλικού, γρύλισα στον φουσκωτό που με αγριοκοίταξε και έφυγα. Τη δεύτερη πήγα νωρίτερα και εξοπλισμένη με όλα τα έγγραφα. Μπήκα μέσα πήρα πάλι χαρτάκι, άκουσα πάλι την τσιφλικού να φωνάζει για την ουρά την είδα ξανά να τραβολογά τα γεροντάκια. Καμάρωσα το φουσκωτό που στεκόταν μπροστά σε έναν παππού και φούσκωνε τα στήθια για να φοβηθούμε οι υπόλοιποι. Καφέ δεν πήρα, ούτε σπόρια. Το έργο το έβλεπα για δεύτερη φορά ξεροσφύρι....
Έρχεται μετά από τρεις ώρες - ναι καλά διαβάσατε - η σειρά μου. Επτά και μισή το απόγευμα και η τσιφλικού ενημερώνει ότι οκτώ το μαγαζί κλείνει. Όσους δείραμε εεεεεεεεε εξυπηρετήσαμε εξυπηρετήσαμε. Οι υπόλοιποι αύριο πάλι.
Νιώθοντας τυχερή πλησιάζω την τσιφλικού.
-Καλησπέρα σας (εγώ)
-Τα χαρτιά σας και γρήγορα (η τσιφλικού)
-Να σας πω τι θέλω... (εγώ)
-Δε με νοιάζει τι θες κυρά μου δώσε τα χαρτιά (η τσιφλικού)
Φουντώνω κορώνω, έρχομαι και γίνομαι στιρέλα.... Κρατάω σφιχτά τα χαρτιά στο χέρι μη μου τ' αρπάξει και αρχίζω να  τις λέω χωρίς να δίνω σημασία στη γκρίνια της τι θέλω
-Καταθέτω τα χαρτιά ....(εγώ)
-Τα χαρτιά δώστε λέμε (τσιφλικού)
-Σας πήρα τηλέφωνο και μίλησα με την κυρία Ταδε και μου είπε τι χρειάζεται και σας τα έφερα (εγώ)
-Φέρτα να τελειώνουμε επιτέλους (τσιφλικού)
Λέω ας πάει στην ευχή δώστα να τελειώνεις μια ώρα αρχύτερα..
Τα αρπάζει τα κοιτάει τα βρίσκει όλα εντάξει και την ώρα που βγάζει τη σφραγίδα γυρνά απαθέστατη και μου λέει
-Δώσε και την εξουσιοδότηση. Τι την κρατάς για μαγιά;
Που πως τι; Ποια εξουσιοδότηση; Η Ταδε στο τηλέφωνο ήταν σαφής. Μπορώ να καταθέσω τα χαρτιά του συζύγου μου για βιβλιάριο ασθενείας- διότι περί αυτού επρόκειτο - χωρίς να χρειάζεται καμιά εξουσιοδότηση. Κανείς δεν μου είπε ότι θέλει εξουσιοδότηση. Αυτά και άλλα τέτοια σκεφτόμουν όσο η τσιφλικού στεκόταν κουνώντας το γοφό με ένα ύφος δεκαπέντε καρδιναλίων.
-Αντε κυρά μου τελείωνε... μου λέει σε κάποια στιγμή. Έχουμε κι άλλες δουλειές. Δώστην αλλιώς φύγε και έλα αύριο.
Κι εκεί γύρισε το μάτι ανάποδα. Εκεί έπαθα την κρίση.
Και αρχίζω να φωνάζω να ουρλιάζω να σπρώχνω το φουσκωτό που ήρθε για να με μαζέψει.
-Ποια εξουσιοδότηση; Και γιατί δεν το είπατε από το τηλέφωνο ότι τη θέλετε; Και γιατί δεν το είπες χθές που σε ρώτησα; Και γιατί να χάνω δυο μέρες από το χρόνο μου και να πρέπει να χάσω κι άλλο επειδή εσείς απλά ξύνεστε;
Κι αυτή να λέει ότι η δίνω εξουσιοδότηση ή ας πάει ο σύζυγος την επομένη.
Και εκεί ήταν που κρίθηκε το παιχνίδι. Μέσα σε πέντε λεπτά όλοι στο ΚΕΠ με κοιτούσαν, άλλοι με δέος και χαμόγελο, άλλοι με απέχθεια και άλλοι με συμπόνια..
Κι εγώ να φωνάζω...
-Ποιος σύζυγος κυρά μου; Ποια εξουσιοδότηση; Εγώ είμαι στην ταυτότητα και στη φωτογραφία. Με λένε Κώστα και έχω κάνει αλλαγή φύλου. Θές να με ψάξεις; Απόδειξε ότι δεν είμαι εγώ. Ψάξε με. Βάλε το φουσκωτό να με ψάξει να γουστάρει κιόλας.
Επί δέκα λεπτά το Κέντρο Εκνευρισμένων Πολιτών γελούσε μέχρι δακρύων. Άλλοι πάλι κοίταζαν το κακόμοιρο το παλικάρι που ελαττωματικό ήταν από γεννησιμιού και άλλαξε φύλο. Η τσιφλικού και ο φουσκωτός είχαν πάρει μια έκφραση πλέον λες και φάγαν ξινισμένο γιαούρτι.
Έφυγα από το ΚΕΠ συνοδεία του φουσκωτού ως την πόρτα, έχοντας σφίξει κάμποσα χέρια από αυτούς που δειλά δίναν συγχαρητήρια για το θάρρος - θράσος μου και με ένα σωρό λόγια παρηγοριάς από αυτούς που το πίστεψαν πως έκανα αλλαγή φύλου
Το σημαντικότερο όμως απ' όλα ήταν ότι στην τσάντα μου είχα το χαρτάκι που έλεγε ότι εγώ - ο Κώστας που έκανα αλλαγή φύλου - είχα καταθέσει αίτηση για βιβλιάριο και μπορούσα την επόμενη μέρα να το παραλάβω.

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Πάρτα μωρή άρρωστη...


Σιχαίνομαι όσο τίποτε τις μανταμίτσες τις δήθεν, τις υπεράνω, τις καθαρές, αυτές τις στολισμένες με όλα τα μπιχλιμπίδια που βρίσκουν στο συρτάρι τους και σε κοιτάζουν με οίκτο και συμπόνια εσένα τη χύμα τη λάτρη του τζίν και του αθλητικού.
Αυτές που το πρωί πριν πάνε λαΙκή με τη γούνα και το γιαλιστερό βγαίνουν με τη τσίμπλα στο μάτι στο μπαλκόνι τους και με τη νυχτικιά της γιαγιάς τους και ρίχνουν ασύστολα νερά για να ξεπλύνουν τη βρωμιά τους και μετά τα σκουπίζουν και τα χύνουν στο δρόμο. Καλέεεε η από πάνωωωωωωωωωω. Κόσμος περνά.
Αυτές που με το ταγεράκι τους και το τακούνι βγάζουν βόλτα το Φίφι το σκυλάκι τους να κάνει την ανάγκη του... στο πεζοδρόμιο εκεί μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο του υπογείου που μένουν οι πακιστανοί. Αυτές που κατεβαίνουν να πετάξουν τα σκουπίδια τους ακριβώς 5 λεπτά μετά που περνά η σκουπιδιάρα και που για να μη λερώσουν τα χέρια τους ανοίγοντας τον κάδο τα παρατάνε απ' έξω. Πιο πολύ σιχαίνομαι ΄την απέναντι που παίζει μπασκετ με τη σακούλα των σκουπιδιών από το μπαλκόνι του δευτέρου και καλάθι τον κάδο αλλά που ποτέ μα ποτέ δε βρίσκει το στόχο της.
Μου έρχεται πολλές φορές να πάρω το σωλήνα του μπαλκονιού και να τις βάλω σημάδι. Μιά φορά το έκανα αλλά δεν την πέτυχα την απέναντι γαμώτο. Πρέπει να πάρω μεγαλύτερο σωλήνα. Πολλές φορές επίσης έχω ευχηθεί να μην είχα ηθικούς φραγμούς και να πήγαινα να κατουρήσω στο παράθυρο της μανταμίτσας για να νιώσει κι αυτή όπως οι πακιστανοί.
Τις παρακολουθώ να περνάνε κάτω από το μπαλκόνι μου σα λατέρνες, παρφουμαρισμένες σαν το τμήμα καλλυντικών πολυκαταστημάτων και γελάω με την αφέλεια τους. Με πόση ευκολία ξεγελούν τον εαυτό τους. Πόσο εύκολα πιστεύουν πως μόνο με το στόλισμα καθορίζουν την εικόνα τους και πως κανείς δεν της βλέπει όταν αφήνουν τη βρωμιά τους να ρέει στους δρόμους.
Σήμερα η απέναντι ξεβρώμισε το σπίτι της και κατέβασε τα σκουπίδια στον κάδο για να μην της χαλάνε την αισθητική και της βρωμίζουν την ευαίσθητη μυτούλα της. Μόνο που αστόχησε στο τρίποντο από μακρυά και τα σκουπίδια έπεσαν πάνω σε ένα παρκαρισμένο μηχανάκι. Τα κοίταξε η μαντάμ, έκανε ότι τρόμαξε με την γκάφα της, τα μούτζωσε που τόλμησαν να μη μπούν στον κάδο και τα παράτησε εκεί.
ΠΑΡΤΑ ΜΩΡΗ ΑΡΡΩΣΤΗ.... και βάλτα εκεί που... ξέρεις.

Φέρτε το μπόγια...


Βυζά, κώλοι, μπούτια, κοριτσάκια σαν τα κρύα τα νερά και γκομενάρες να τις πιεις στο ποτήρι, νοικοκυρές σε πλήρη σύγχιση και απόγνωση και μεγαλοκοπέλες απελπισμένες που κανείς δεν τους έκανε την τιμή να της βλογήσει λίγο με το σπέρμα αυτών το επιούσιο...Γεμίσαμε ξέκωλα (με την καλή την έννοια πάντα) και όρεξη να 'χεις να κάνεις οφθαλμόλουτρο και καταγραφή ευτράπελων περιστατικών με πρωταγωνιστές τι άλλο.... γυναίκες που τις έπιασε η άνοιξη και τα πέταξαν όλα φόρα παρτίδα και σουλατσάρουν ίδιοι δημόσιοι κίνδυνοι ανα την πόλη.
Και αντε να είσαι κυρά μου μια δίμετρη καλονή με ενάμιση μέτρο ποδάρι που λένε στο χωριό μου και 95 πόντους περιφέρεια στήθους να μας τα τρίψεις στη μούρη τα κάλλη σου να τα χαρούμε και να βροντοφωνάξουμε άντρες και γυναίκες "Πες μου κοριτσάρα μου ποιος σε γλεντάει να πάω παραγιός" που είπε και ένας συκοφάντης πριν πολύ καιρό.
Άμα είσαι όμως κοντή χοντρή γεμάτη κυταρίτιδα και με τα βυζά να σπάνε πεζοδρόμια τι το θές τρομάρα σου και τα ξαμολάς, Τι σου φταίνε δλδ οι έρμοι που τα βλέπουν ξαφνικά μπροστά τους και δεν ξέρουν πως ν' αποφύγουν τη μετωπική? Άμα θες τρία μέτρα τεντόπανο πριμαβέρα (καλή μάρκα τεντόπανου αυτή και ανθεκτική δε λέω) για να φτιάξεις φούστα τι μου φοράς το μίνι και γίνεται ότι είχε απομείνει? Αν δεν έχεις λεφτά κάνε έναν έρανο. Φτηνότερα θα μας έρθει από το να αγοράσουμε ψυχοφάρμακα στο τέλος της σεζόν ώστε να ξεπεράσουμε το ψυχολογικό μας.
Άμα για να μαζέψεις τα βυζά σου από το πάτωμα θες γερανοφόρο όχημα και μάλιστα βαρέων βαρών τι σκατά το θές το ξώβυζο το μπλουζάκι και τη βυζοθήκη τη σεξουαλική? Δε λέω... Ψυχή έχεις κι εσύ και τα θές και τα σέα σου και τα μέα σου και όλα σου. Ψυχή δεν έχει όμως κι αυτός ο έρμος που τράκαρε μαζί σου κατά το φρενάρισμα του λεωφορείου και του ήρθε το βυζί σου στη μύτη? Λυπήσου τον καλέ... Λίγο ακόμη και θα πάθαινε ασφυξία.
Αυτό το ριμάδι το τάγκα τι το θες και το φοράς και μάλιστα με άσπρο κολάν και φαίνεται το έρμο που έχει γίνει τίγκα από πατσές και περπατάς και το τραβάς σε κάθε βήμα γιατί όλο το χάνεις εκεί ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο. Γιατί έτσι μοιάζει ό αποφτός σου από πίσω... βουνά με χαράδρες... ανωμαλίες λόγω κυταρίτιδας και σεισμογενείς περιοχές... (σεισμογενείς είπα όχι ερωτογενείς μην το μπερδεύεις).
Και άντε να δεχτώ πως ελευθερία έχουμε ότι θέλει ο καθένας κάνει και ότι θέλει φοράει στην τελική... Αυτόν το ρημάδι το νόμο για προσβολή της δημοσίας αιδού (καλά το έγραψα καλέ?) τι σκατά τον ψήφισαν? Γιατί όπως και να το κάνουμε καλύτερο έχω να δω ξεβράκωτους να τρέχουν στο δρόμο αλλά ν αξίζουν παρά να βλέπω κάθε μέρα όλο αυτό το πήγαινε έλα της κυταρίτιδας και του πεσμένου βυζιού.
Μπόγιας γιατί δεν κυκλοφορεί άλλο βρε παιδιά?

Που πας ρε καραμήτρο.....


Πολλές φορές αναρωτιέμαι πως γίνεται και ορισμένες από μας δεν καταλαβαίνουμε τη μαλακία που μας δέρνει στον εγκέφαλο και πως γίνεται να ζούμε σε πελάγη ευτυχίας που βαρκούλες αρμενίζουν κι εμείς είμαστε ο Σουμάχερ και ο Νίκι Λάουντα. Ένα περίεργο πράμα ρε παιδάκι μου...  Όποια γυναίκα κι αν ρωτήσεις περί οδήγησης καμιά δε θα παραδεχτεί ότι πήρε το δίπλωμα φορώντας το μίνι και πως πολύ κακώς την κράζουν στο δρόμο οι άλλοι οδηγοί γιατί αυτοί είναι που κάνουν τα λάθη και της κλείσαν στο δρόμο και δες το Σμαρτάκι μου τσαλακώθηκε.
Καθόμουν σήμερα στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και σεργιάναγα τη γειτονιά. Συνήθεια που απέκτησα τελευταίως και που πολύ τη φχαριστιέμαι αφού μου δίνει τη δυνατότητα να ξεκατινίαζομαι και να κάνω την κοινωνική μου κριτική (= κουτσομπολιό και κράξιμο χωρίς όρια και φραγμούς). Δρόμος με πολύ κίνηση που συνδέει Κυψέλη με Γαλάτσι. Φορτηγά,λεωφορεία, επιβατικά και η σκουπιδιάρα που βρωμά ο τόπος όταν περνα, παπούδες, γιαγιάδες, γκομενάκια που τα χαλβαδιάζει από μακρυά το έτερον ήμισυ μου για να με πειράζει και καλά αραιά και που κάνα τεκνό που το χαλβαδιάζω εγώ προς ευχαρίστηση των ήδη πρεσβυωπικών οφθαλμών μου. Η μελέτη τους και μόνο κάνει την ώρα να περνά ευχάριστα πριν αρχίσουν τα χαζοσήριαλ στην τηλεόραση και πάρω τη θέση μου επί του καναπέος (φτού σας πρόστυχοι) για να προετοιμαστώ καταλλήλως για την αγκαλιά του Μορφέως (όχι μαρή ξανθιά δεν είναι γκόμενος).
Σήμερα για κακή μου τύχη όμως δεν είχε κίνηση καλή και η κοινωνική κριτική δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ούτε η χοντρή ξανθιά η Μπάρμπι ούτε η γιαγιά Μπάτμαν ούτε ο Ολλανδός έσκασαν μύτη σήμερα να σπάσουν τη βαρεμάρα και την ανία μου. (θα επανέλθω λίαν συντόμως σε όλους αυτούς). Κανένα ενδιαφέρον και η φραπεδιά η άνευ ζαχάρεως και γλυκαντικών ουσιών (η ασπαρτάμη σε μεγάλες ποσότητες φέρνει τσιρλιό να ξέρετε) είχε γίνει πλέον κάτουρο που θα λέγε και η γιαγιά μου. Τι σκατά... πως θα περάσει η ώρα σήμερα και δεν έχει και Μαρία η Άσχημη γαμώ την καντεμιά μας γαμώ....
Ο γείτονας μάλωνε με τη γυναίκα του και κατέβαζε καντήλια με μεγάλη ευρηματικότητα και αυτή δυνάμωνε τη μουσική να μην ακούγονται έτσι έχασα και την τελευταία μου ελπίδα να περάσω καλά οπότε σέρνοντας την πετσετέ μου παντόφλα και κρατώντας στο χέρι το σέικερ του φραπέ αποφάσισα να αφήσω την μπαλκονοκατάσταση όταν...
ΕΓΕΝΕΤΟ ΘΑΥΜΑ...
Τσινκουετσέντο με γυναίκα οδηγό κόβει ταχύτητα κάτω από το μπαλκόνι, η μαντάμ μπανίζει το χώρο ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα τον χαλβαδιάζει τον ζυγιάζει με το γεμάτο μάσκαρα  μάτι (ναι ρε το είδα το μάτι από το μπαλκόνι τόσο μπογιάτισμα είχε πάνω του) και αποφασίζει να παρκάρει.
Στροφή εγώ επιτόπου, παλουκώνομαι εκ νέου στην καρέκλα ανάβω τσιγάρο πιάνω και τον κατουροφραπέ και απλώνομαι.
Βάζει όπισθεν το τσινκουετσέντο, στρίβει τιμόνια η μαντάμ, κοιτάει και μαγκιόρικα τους καθρέφτες τινάζει τη μπούκλα και ξεκινά την επιχείρηση "παρκάρω τη νταλίκα". Οι από πίσω της περίμεναν υπομονετικά.... για κάνα πεντάλεπτο... μετά άρχισαν να κορνάρουν... μετά να βρίζουν... μετά βγήκαν από τ' αυτοκίνητα τους και άλλοι της έκαναν τον τροχονόμο μπας και παρκάρει η μαντάμ και άλλοι την χαιρετούσαν ελληνιστί με τα πέντε δάχτυλα τεντωμένα (ένας της έδειξε μόνο το μεσαίο... εκείνο το καλό).
Η μαντάμ ακλόνητη, μπρός πίσω, στρίβω λίγο, ισιώνω, ξανά μπρος πίσω πάλι στρίβω πάλι ισίωνω. Ούτε σεξ να έκανε. Οι απο πίσω πλέον ούρλιαζαν. Η μαντάμ βγήκε έξω και έλεγχε το χώρο, έβρισε και τον απο πίσω της γιατί είχε κολλήσει λέει κοντά της και δεν την άφηνε να μανουβράρει. Εγώ λέω πως έφταιγε το 12ποντο και το ξανθό μαλλί κομμωτηρίου. Οι από πίσω της είπαν πως έφταιγε που δεν την γάμησαν μικρή... Θα σας γελάσω...
Κάποια στιγμή η μαντάμ το πήρε απόφαση πως δε χωρά το τσινκουετσέντο και σηκώθηκε κι έφυγε... Το θέαμα είχε κρατήσει βία δέκα λεπτά.
Σεργιάνησα λίγο ακόμη τ' αυτοκίνητα που επιτέλους άρχισαν να φεύγουν... τα επιβατικά, τρία λεωφορεία, κάμποσες μηχανές, τη σκουπιδιάρα που μας ξεβρώμησε πάλι και ένα ψυγείο με παγωτά που πολύ τα λιγουρεύτηκα....
Το θέαμα είχε τελειώσει κι εγώ πάλι πήρα το δρόμο για τον καναπέ... Την ίδια ώρα που εκεί που η μαντάμ πάλευε να χώσει το τσινκουετσέντο πάρκαρε ένα φορτηγάκι μεταφορών.
Γαμώ την τρέλα μου γαμώ...

Δε θα θυμάμαι...


δε θα πεθάνω περιμένοντας
δε θα γίνει ο καημός θηλιά στο λαιμό
μηδέ κόμπος, μηδέ δάκρυ
θα καθίσω στης μοναξιάς μου τη μπεζιέρα
και θα ατενίζω με ξέπλεκα μαλλιά
το πέλαγος της χαμένης μου μνήμης

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

ΟΣΕ αγάπη μου (Μιά ιστορία τρέλας και παραλόγου)


Σάββατο βράδυ κι εμένα με βρίσκει σε ένα σταθμό του ΟΣΕ κάπου έξω από τη Θεσσαλονίκη. Περιμένω την 604 αμαξοστοιχία από Αλεξανδρούπολη για Αθήνα. Η αμαξοστοιχία αυτή περνά από διάφορους σταθμούς σ' αυτή τη διαδρομή και μαζεύει ότι βρεί στο διάβα της. Από Πακιστανό λαθρομετανάστη μέχρι την κυρά Κατίνα που πάει Αθήνα να βάλει μασέλα.
Δώδεκα παρα δέκα μαζεύει κι εμένα και τρισευτυχισμένη που μετά από ένα εξαντλητικό διήμερο με αμφίβολα αποτελέσματα ανυπομονώ να γυρίσω στο βρωμίλον άστυ και στο σπίτι μου (και στο πισι μου γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;).
Βαγόνι 7 θέση 35. Βαγόνι 7? Αυτό δεν είναι τρένο, είναι η μακριά γαϊδούρα σε μηχανοκίνητο. Διασχίζω την αποβάθρα τρέχοντας (ευτυχώς ούτε βαλίτσα είχα ούτε τακούνια σαν την μπροστινή μου που μέτρησε την αποβάθρα με τη μούρη), μπαίνω στο βαγόνι 7 κοιτάω το εισιτήριο μου για να βεβαιώσω το 35, σηκώνω το κεφάλι προς τα καθίσματα πέρνω βαθιά ανάσα πριν αρχίσω την αναζήτηση και παθαίνω διπλό σοκ.
Πρώτα από τη μπόχα που έφαγα στη μούρη με τη μια. Μια ξυνίλα αναμεμειγμένη με σκορδίλα ποδαρίλα και όλα τα εις ίλα που μπορεί να βάλει το ανθρώπινο νου. Ναι ναι και κατουρήλα. Την τσιγαρίλα δε την καταλάβαινες χωρίς να μπεις στο βαγόνι μιας και με το που σταμάτησε το τρένο και άνοιξαν οι πόρτες άρχισε να βγαίνει καπνός από παντού και απορώ μάλιστα που δεν τρέξαν με τους πυροσβεστήρες από το σταθμό για να το σβήσουν. Μάλλον είναι συνηθες φαινόμενο. Ναι καλά θυμάσαι. Στα τρένα απαγορεύεται το κάπνισμα εδώ και καιρό. Στα τρένα όμως. Ο καρβουνιάρης - έτσι τη λένε την 604 - μόνο τρένο δεν μπορείς να τον πεις.
Το δεύτερο σοκ το έπαθα με το που συνηδειτοποίησα το που θα καθόμουν για τις επόμενες 6 ώρες. Το βαγόνι είχε κάτι πανάθλια ξεσκισμένα σκατουλί χρώματος - αυτό το σκατουλί του "έχω φάει μακαρόνια την προηγούμενη και το σκατό μου βγήκε πιο ξανθό" - καθίσματα, ξεσκισμένες κουρτίνες στο χρώμα της μαραμένης μολόχας και έναν μαύρο ουρανό θαρρείς και έπιασε φωτιά και δεν το καθάρισαν ακόμη από τα κάρβουνα. Στο δάπεδο στάμπες σε διάφορα μεγέθη και χρωματισμούς προκαλούσε τη φαντασία σου να οργιάσει όσον αφορά την προέλευσή τους και φυσικά να σε προκαλέσει να πετάξεις μετά απ' ευθείας τα παπούτσια σου με το που θα κατέβεις από το τρένο.
Και όλη αυτήν την φαντασμαγορική ατμόσφαιρα ερχόταν να συμπληρώσουν οι ράθυμοι επιβάτες που από την Αλεξανδρούπολη - φαίνοταν από το γλαρό μάτι και την ταλαιπωρία - είχαν την τιμή να απλώνουν ποδάρες χωρίς παπούτσια στους διαδρόμους δείχνοντας πόσο μπορεί να αντέξει η κάλτσα με τις χίλιες τρύπες και τη μπίχλα του αίωνα πάνω σε ένα πόδι που με μεγάλη μαεστρία έβγαζε το δάχτυλο από την πρώτη τρύπα που έβρισκε εύκαιρη.
Από το διάδρομο δεν μπορούσες να περάσεις χωρίς να έρθεις σε επαφή με κάποια από αυτές τις ποδάρες. Πακιστανοί, αλβανοί, έλληνες που με τη θέλησή τους ή επειδή δε βρήκαν άλλη θέση είχαν εξασφαλίσει το μαγικό εισιτήριο με το τρένο του τρόμου, χυμένοι στα καθίσματα όπως όπως προσπαθούσαν να αντέξουν μέχρι το τέλος του ταξιδιού για την Ιθάκη.
Εκεί που λέω οκ, ανοίχτε την πόρτα να κατέβω καταλαβαίνω ότι το τρένο έχει ήδη ξεκινήσει. Κοιτάω απελπισμένα τη θέση 35 η οποία ήταν κατηλλημένη από έναν αγνώστου προελεύσεως επιβάτη ο οποίος με περίσσια χάρη είχε ξαπλώσει σε δυο καθίσματα και ροχάλιζε μακαρίως έχοντας τις ποδάρες του - χωρίς παπούτσια κι αυτός - στο σημείο που εγώ λογικά σε λίγο έπρεπε να καθίσω. Φτου γαμώτο. Εκτός των παπουτσιών θα πρέπει να πετάξω και το τζιν.
Προχωρόντας προς το κάθισμα και αφού χωρίς να το θέλω - πιστέψτε με σας παρακαλώ - είχα ξυπνήσει αρκετούς από τους νυσταλέους συνεπιβάτες μου και είχα κάνει και αυτούς που περπατούσαν πίσω μου να αγανακτήσουν γιατί τους καθυστερούσα από το κάθισμα της επαγγελίας. Κακομοίρηδες. Βιαζόταν να απολαύσουν τη μπίχλα.
Αηδιασμένη από την κατάσταση, αγανακτισμένη με τη βλακεία μου να φύγω μεταμεσονύχτια αποφασίζω πως όχι. Προτιμώ να τη βγάλω όλη νύχτα ανάμεσα στα δυο βαγόνια παρά να καθίσω αγκαλιά με τις ποδάρες του αξούριστου και ακούρεφτου ξυπόλυτου βρωμίλου που είχε καταλάβει το κάθισμα μου.
Και προχωρόντας για το νέο μου προορισμό ανακαλύπτω πως αυτή ήταν η πιο σοφή απόφαση που πήρα σε τούτο το ταξίδι προς Αθήνα. Ο καλός κυριούλης - που ο Θεός να μου κόβει μέρες και να του δίνει χρόνια - ο ελεγκτής παρακολουθόντας το όλο σκηνικό με πλησιάζει μου τσεκάρει το εισητήριο και με ένα πλατύ χαμόγελο με οδηγεί σε ένα από τα κουπέ του επόμενου βαγονιού ούτως ώστε - όπως ο ίδιος μου είπε - να μπορέσω να ταξιδέψω σαν άνθρωπος. Μόνο που δεν τον φίλησα. Έτοιμη να πηδήξω να τον αγκαλιάσω τον χριστιανό.
Και όσον αφορά το θέμα καθίσματος και συνεπιβατών το θέμα έληξε αισίως και όλο το βράδυ ταξίδεψα παρέα με τρεις μεγαλοφοιτητές οι οποίοι ήταν φοβεροί συνομιλητές και διέθεταν απίστευτο χιούμορ. Ας έχει ο γιαραμπίμπι καλά τον κύριο ελεγκτη.
Το ότι άλλαξε η ώρα σας το είπα; Μάλλον το πήρατε χαμπάρι. Αλλά που κολλά θα μου πείτε τώρα η αλλαγή της ώρας με την 604? Κολλάει πως δεν κολλάει.
Γιατί εκεί που τα γέλια στο κουπέ και η συζήτηση είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της έρχεται μια φωνή από τα μικρόφωνα να μας κόψει και τα γέλια και το βήχα μη σου πω.
"Αγαπητοί κύριοι επιβάτες σας ενημερώνουμε ότι λόγω της αλλαγής της ώρας μόλις γυρίσετε τα ρολόγια σας μια ώρα πίσω δλδ στις 4 τα ξημερώματα η αμαξοστοιχία θα σταματήσει μέχρι τα ρολόγια σας να ξαναδείξουν 4".
Παρακαλώ; Πως είπατε; Ποιος ήρθε; Α δεν πάμε καλά. Χαμός στο τρένο. Τι πάει να πεί θα σταματήσει μέχρι να ξαναδείξουν τα ρολόγια μας 4;
Πάει να πει πως ναι μεν θα αλλάξει η ώρα αλλά το τρένο θα ξαναξεκινήσει από κει που σταμάτησε. Δλδ στις 4. Ώπα ρε κουμπάρε. Θες να μας πεις δλδ ότι θα μας παρκάρετε επί μια ώρα στη μέση του πουθενά επειδή αλλάζει η ώρα; Με ποια λογική; Και γιατί; Δώσε ρε μπάρμπα μια λογική εξήγηση σε παρακαλώ γιατί να τώρα μου έρχεται το εγκεφαλικό.
Σιωπή το μικρόφωνο.
Τέσσερις παρά πέντε φτάνουμε Τιθορέα. Ωραίος σταθμός. Στη μέση του πουθενά. Έξω δυο λύκοι και μια αρκούδα μια κλειστή καφετέρια και ένα πανάθλιο κτίριο που μετά κάποιες κυρίες ανακάλυψαν ότι είναι τουαλέτες. Το τρένο σταματά. Και κάποιες εκατοντάδες επιβάτες περιμένουμε ν΄ακούσουμε κάτι. Τα γέλια στο κουπέ κόπηκαν από ώρα. Τέσσερις και πέντε γυρίσαμε τα ρολόγια μας μια ώρα πίσω. Και περιμέναμε. Δε μπορεί πλάκα μας κάνουν. Πρωταπριλιά; Μπά.
Αρκετή ώρα μετά ο ίδιος καλός κυριούλης ελεγκτής μας ενημερώνει ότι μπορούμε να κατέβουμε για τσιγάρο. Μα τι λες καλέ μου άνθρωπε. Αφού όλο το τρένο είναι τεκές. Δε γαμεις... Ας πάμε να ξεπιαστούμε. Πίσσα σκοτάδι και ΄καμιά διακοσαριά νοματέοι να είναι έξω στο σταθμό και να κοιτιούνται με απορία. Το τρένο είχε σταματήσει για μια ώρα. Γιατί άλλαξε η ώρα και μπήκαμε στη χειμερινή. Γαμώ τη γκαντεμιά μας
Το ταξίδι συνεχίστηκε μετά τις τέσσερις - με τη νέα ώρα μη ξεχνιόμαστε - χωρίς απρόοπτα από κει και πέρα. Μας ενημέρωσαν μάλιστα ότι ο μηχανοδηγός μας ευχαριστεί πολύ για την κατανόηση μας. Ναι για έλα να στα πούμε και από κοντα κουμπάρε.
Κι εγώ τώρα έχω μια απορία. Στην αλλαγή της ώρας από τη χειμερινή στην καλοκαιρινή, τότε που τα ρολόγια τα βάζουμε μια ώρα μπροστά τι θα κάνει ο καλός μας ΟΣΕ; Θα διακτινήσει το τρένο για να καλύψει τη διαφορά;
Απαιτώ άμεσα απάντηση στην απορία μου. Άμεσα για να μη χεστούμε ναι;

ΝΑ ΖΕΙΣ

Αν αυτά που σε πονάν δεν τ απογυμνώσεις, δεν τ' αποσυνθέσεις και δεν τ' αναδομήσεις πάνω σε καινούριες βάσεις και λογική, το πιο π...