Η ζέστη με πνίγει και απόψε... Από τα διάπλατα παράθυρα μπαίνει η βοή της νύχτας πνιγηρή και ανούσια χωρίς να δροσίζει ούτε στο ελάχιστο την κάψα της ψυχής, του μυαλού και του κορμιού.
Σε σκέφτομαι κάπου εκεί έξω, να γυρνάς χωρίς έγνοιες χωρίς προβληματισμούς, φορώντας τη μάσκα της αδιαφορίας και αναρωτιέμαι αν σε αγγίζει τίποτα πια.
Ξαπλώνω στα μουσκεμένα σεντόνια και αναζητώ το σχήμα σου. Κρατάω στα χέρια μου το μαξιλάρι και μυρίζω το άρωμά σου πνιγμένο μετά από τόσο καιρό από της λήθης το μούχρωμα...
Ακόμη είμαι εδώ και περιμένω...
Καρτερικά ουρλιάζοντας μέσα μου γιατί η φωνή μου πνίγεται σε κείνη τη λακούβα του λαιμού σου...
Ποια χέρια άραγε θα σ αγκαλιάσουν αύριο;
Γύρνα έστω κι ας είναι για ένα κλικ του ρολογιου
Ο πάντα δικός σου
Σ.Α.
Σε σκέφτομαι κάπου εκεί έξω, να γυρνάς χωρίς έγνοιες χωρίς προβληματισμούς, φορώντας τη μάσκα της αδιαφορίας και αναρωτιέμαι αν σε αγγίζει τίποτα πια.
Ξαπλώνω στα μουσκεμένα σεντόνια και αναζητώ το σχήμα σου. Κρατάω στα χέρια μου το μαξιλάρι και μυρίζω το άρωμά σου πνιγμένο μετά από τόσο καιρό από της λήθης το μούχρωμα...
Ακόμη είμαι εδώ και περιμένω...
Καρτερικά ουρλιάζοντας μέσα μου γιατί η φωνή μου πνίγεται σε κείνη τη λακούβα του λαιμού σου...
Ποια χέρια άραγε θα σ αγκαλιάσουν αύριο;
Γύρνα έστω κι ας είναι για ένα κλικ του ρολογιου
Ο πάντα δικός σου
Σ.Α.