Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Μια ιστορία χωρίς τίτλο.


Το ότι είμαι αλαφροΐσκιωτη είχε φανεί από νωρίς. Κάτι φωνές εκεί που δεν υπήρχαν κάτι σκιές στο πουθενά κάτι ονείρατα που για να τα ερμηνεύσεις έπρεπε να είσαι πυρηνικός φυσικός ή να έχεις μασήσει όλες τις δάφνες της Πυθίας και να βγάλεις χρησμούς ήρθαν κι έκαναν τη μάνα μου  να ωρύεται κατά καιρούς πως θα γίνω αλλοπαρμένη και δακτυλοδεικτούμενη. Τι να με μπουφλίζει τι να με φοβερίζει εγώ εκεί. Να τα βλέπω και να τα ακούω όλα με το δικό μου μοναδικό και αλλοπρόσαλλο τρόπο. Ξύπναγα το πρωί και δήλωνα απλά πως σήμερα κάτι θα γίνει. Και κάτι θα γίνει σοβαρό. Που να πιστέψει η δόλια μάνα ότι το παιδί της είχε αυτό που λένε χάρισμα. Βλαμμένο το έλεγε. Και όταν γινόταν το κακό τότε έφταιγε η γρουσουζιά μου. Αντίθετα αν γινόταν κάτι καλό τότε απλά ήταν σύμπτωση.

Ήταν όμως βρε παιδί μου να μην ανοίξω το στόμα μου. Άμα έλεγα κάτι, που η γη να γύρναγε ανάποδα, που  να αδειάζαν τα καζάνια της κολάσεως θα γινόταν. «Δεν πάω μάνα σχολείο σήμερα με το λεωφορείο» της δήλωσα ένα πρωί. Άρχισε η γυναίκα να τραβά τα μαλλιά της νομίζοντας πως βρήκα νέα δικαιολογία να κάνω κοπάνα την πρώτη ώρα. «Τι στην τύφλα σου είδες πάλι;» φωνάζει από το μέσα δωμάτιο η γιαγιά μου -; ναι πάντα τρυφερή και στοργική ήταν η γιαγιά μου -; «σκατά στα μάτια σου να πεις και να κουνήσεις τον κώλο σου γιατί θα το χάσεις το λεωφορείο». Καβγάς γκρίνια πανικός αλλά εγώ σε λεωφορείο δε μπήκα. Ανέλαβε η γιαγιά να με συνοδεύσει πεζή στο σχολείο -; τιμωρία και καλά της μάνας μου ώστε να μην κάνω σκασιαρχείο. Δεν είχαμε καλά καλά διανύσει το πρώτο χιλιόμετρο -; 5 χιλιόμετρα απόσταση ήταν το σχολείο -; όταν βλέπουμε κόσμο μαζεμένο φασαρία και αυτοκίνητα μποτιλιαρισμένα στο δρόμο πολλά. Μεθυσμένος ο οδηγός του λεωφορείου -; μα πρωί πρωί κι αυτός; - έριξε το λεωφορείο πάνω σε ένα τρακτέρ με αποτέλεσμα να χτυπήσουν οι επιβάτες του και να πάθει και έμφραγμα από την ταραχή του ο οδηγός.

Η μάνα μου όταν το έμαθε έπαθε σοκ. Δεν πίστευε. Ρώταγε και ξαναρώταγε. Πως τι πού το ήξερα. Εγώ να μη μπορώ να εξηγήσω. Απλά το'; ξερα. Χωρίς που, πως και γιατί. Μόνο το ήξερα.
Η μάνα δεν είπε τίποτε ξανά. Μόνο που και που με ρωτούσε αν έχω κάνα προαίσθημα. Αν είδα κάτι. Και τότε το μάτι της γέμιζε αγωνία και προσμονή. Μα και ένα φόβο ανεξήγητο. Σα να την τρόμαζε αυτό που γινόταν. Κι εγώ για να μην τη στεναχωρώ έλεγα όχι. Και όλο όχι έλεγα και ποτέ ξανά δεν ανέφερα φωνές και ονείρατα παρά μόνο πολλά χρόνια μετά.

Το να προσπαθείς να ζήσεις με ένα φόβο είναι σα να τρέχεις διαρκώς έναν αγώνα ταχύτητας και να βγαίνεις πάντα δεύτερος. Το να προσπαθείς να ξεπεράσεις το φόβο σου με το να τον παραβλέπεις - και μάλιστα σε λάθος στιγμές - είναι μαθηματικώς εξακριβωμένο ότι αυτό που φοβάσαι θα το βρεις μπροστά σου και ειδικώς στη στιγμή που δεν το περιμενεις. Εκεί που χαλαρώνεις και λες οκ το ξεπεράσαμε κι αυτό η γαμημένη η τύχη θα στα φέρει έτσι και θα καταλάβεις πως σκατά ξεπέρασες. Όλα εκεί είναι. Κρυμμένα στις σκιές και περιμένουν να χαλαρώσεις.

Κάπως έτσι έγινε και με μένα. Αυτά που φοβόμουν πως θα "έβλεπα" τα έβλεπα ότι και να γινόταν. Με το να μη μιλάω γι' αυτά το μόνο που κατάφερνα ήταν όταν ερχόταν η στιγμή απλά να μην έχω κάποιον να του πω "στα λεγα εγώ". Κι αυτό ήταν και το γαμώτο που με έτρωγε. Μέσα στην προσπάθεια να μη με περάσουν για φρικιό, αλαφροίσκιωτη βλαμμένο αλλοπαρμένο και όλα τα σχετικά τα εις ενο, και μέσα στη λογική του  να μη φρικάρω άλλο την έρμη τη μάνα μου πάντα όταν κάτι από αυτά τα προαισθήματα έβγαινε αληθινό, μου έμενε το γαμώτο ότι αν το είχα πει θα καταλάβαιναν τώρα πως κάθε άλλο παρά βλαμμένο είμαι...

Η Αδέλλα μπήκε στη ζωή μου πολλά χρόνια μετά. Ψηλή και νταρντάνα με ένα τσιγάρο μονίμως κρεμασμένο στα χείλη της και με ένα κορακίσιο ίσιο μαλλί, η πρώτη εντύπωση που μου έδωσε ήταν πως κάτι το εξωπραγματικό έτρεχε μ αυτήν. Η ίδια δήλωνε σμυρνιά αλλά για να πω την αλήθεια ήταν κάτι που ούτε μπορούσα να το διασταυρώσω ούτε όμως και να το αμφισβητήσω μιας και δεν είχα καμιά σχέση με σμυρνιές ως τότε. Μόνιμος σύντροφος της μια χιλιοτριμμένη τράπουλα που κουβαλούσε μαζί της όπου κι αν πήγαινε και που όποτε έβρισκε ευκαιρία - και τραπέζι μεγάλο για να χωρέσουν - τα άπλωνε και σου έλεγε τα μελλούμενα.

Χρόνια μετά κατάλαβα πως μέσα σε όλη αυτή τη μαγεία που έκρυβε η Αδέλλα  σαν φιγούρα και όλα αυτά τα κόλπα με τις τράπουλες και με διάφορα άλλα ξόρκια που κατα καιρούς επιστράτευε για να "ξορκίσει" το κακό, το μάτι, την γκαντεμιά και γενικώς ότι δεν της καθόταν καλά υπήρχε και μια δόση θεάτρου με καταπληκτικές ομολογουμένως ερμηνείες.

Δεν ήθελες τι ζωή σου από το φόβο όταν "έβλεπε" κάτι το τρομερό στα χαρτιά. Άρχιζε να γυρνά το κεφάλι γύρω γύρω να αναστενάζει βαθιά, - κάποιες φορές έπερνα όρκο ότι βούρκωνε κιόλας- και μετά σου έσκαγε τη βόμβα. Κυρά Ευτέρπη στο φορά το κέρατο ο μπαγάσας ο Γιάννακης. Όπου η κυρά Ευτέρπη ακούγοντας το τραγικό μαντάτο δεν περίμενε διόλου. Έφευγε τρέχοντας με την εμπριμέ ρόμπα να ανεμίζει μισοκουμπωμένη γύρω από τα κοντόχοντρα της γόνατα και γύρναγε άρον άρον στο σπίτι - αφού φυσικά τα είχε ακουμπήσει στην Αδέλλα κανονικότατα - για να αρχίσει τη μουρμούρα στον έρμο τον Γιαννάκη, ένα ανθρωπάκι που το μόνο που μπορεί να της φόραγε της Ευτέρπης ήταν το τηγάνι κολλάρο αν ποτέ εύρισκε το θάρρος να εκφράσει την αγανάκτηση του.

(του μπι κοντινιεντ)

Ο εφιάλτης στο δρόμο με τους στόκους (ή αλλιώς "Καλό μου πλυντήριο πόσο σ αγαπώ")


Καημό το είχα ρε παιδί. Χρόνια ολάκερα ένα πράμα. Καημό να αγοράσω πλυντήριο πιάτων να γλυτώσω τη μπουγάδα του κατσαρολικού. Γιατί πες μου ότι θες, βάλε με να κάνω ότι δουλειά θες. Μη με βάλεις μόνο να ξεσκονίσω να σιδερώσω και να πλύνω πιάτα. Θα μου πεις βέβαια, αμα δε κάνεις κι αυτά τι σκατά θα κάνεις κυρά μου μέσα στο σπίτι; Ε πως. Τόσες άλλες δουλειές έχει το σπίτι. Από βαριές μέχρι ελαφρές. Ανέλαβε εσύ αυτά τα τρία και εγώ σου κάνω όλα τα υπόλοιπα.
Το έχω χρόνια τώρα φιλοσοφήσει το πράμα. Και ενώ για το σιδέρωμα βρήκα λύση - καταργήσαμε τα πουκάμισα επί τω πλείστων - για το ξεσκόνισμα τι να κάνω το ανέχομαι με βοηθό μου το σουίφερ - πως το λένε εκείνο το θαυματουργό πανί - με τα πιάτα είχαμε θέμα. Ή θα τα έπλενε άλλος ή θα έπερνα πλυντήριο. Κι επειδή το πρώτο πολύ σπάνια παίζει κατέληξα στο δεύτερο.
Και το πήρα. Μεταλλικό χρώμα, μικρό να χωρά στον πάγκο επάνω μιας και ο σπιτονοικοκύρης - που να του καεί το βίντεο, το ντιβιντί, το δορυφορικό και να μένει αξύριστη η γυναίκα του συνέχεια - δεν είχε προβλέψει χώρο στο ντουλάπι.
Και το καμάρωνα και το ξεσκόνιζα μέχρι να συνδεθεί - με τις συνδέσεις τον συσκευών έχω άλλο θέμα πάλι, πάντα αγοράζω συσκευή και τη συνδέω δέκα μέρες μετά - και επιτέλους μετά από πολλές μετάνοιες βρήκαμε υδραυλικό. Όοοοοοοοοοχι βέβαια έλληνα. Σιγά μην ερχόταν έλληνας για μια τέτοια ψιλοδουλειά. Ρουμάνος. Που αφού το κοίταξε απ' εδώ, το κοίταξε απ έκεί σα να ήταν μηχάνημα του διαβόλου απεφάνθει... "Πρέπει κάνουμε τρύπα σε ντουλάπι"...
Όπα φρένο μάστορη γιατί καραδοκεί και ένας σπιτονοικοκύρης κολλημένος - αλλοδαπός κι αυτός μην το ξεχνάμε. Κι εκεί κολλά το θέμα. Δώσε βρε κουμπάρε άλλη ιδέα έτσι που να χαρείς τη Ρουμανία σου.
Άλλη λύση να το βάλουμε μέσα στο ντουλάπι - κάτω από το νεροχύτη - αλλά θα πρέπει να βγουν οι πόρτες του ντουλαπιού.
Βουρ λέει το έτερον ήμισυ. Φρένο λέω εγώ. Μ' έτρωγε βλέπεις το όλο θέμα. Βρε λες να έχουμε αγκαλιές με τον σπιτονοικοκύρη; Βρε κάτσε μην ανοίξουμε πόλεμο τώρα που λήγει και το συμβόλαιο μας και καμιά διάθεση δεν έχω να παίζω πάλι το δράμα του ξεριζωμένου και να ψάχνω καλοκαιριάτικα για νέα φωλιά να στεγάσει τη μούρλα μου.
Στήνω καρτέρι στον σπιτονοικοκύρη - που αν δεν το είπα το λέω τώρα, να του πιάσει ψύλλους το κεφάλι και να μην τις βγάζει με τίποτε - του αναφέρω το συμβάν με το ωραιότερο χαμόγελό μου και με το βλέμα το τσαχπίνικο να τρεμοπαίζει... κι εκεί αρχίζει η σφαγή.
Και δε θα μου καταστρέψεις εσύ το σπίτι. Και δε θα κάνεις τρύπες και δε θα ξηλώσεις πόρτες.
Μάταια να παλεύω εγώ να του εξηγήσω πως ουδεμία τέτοια πρόθεση είχα. Το μόνο που ήθελα η έρμη ήταν να κάνω τη ζωή μου πιο εύκολη.
Να φωνάζει να χτυπιέται και να ωρύεται - με δεύτερη φωνή τη γυναίκα του ξέχασα να σας πω, που αν δεν το ανάφερα το αναφέρω τώρα που να της πέσει το βυζί και να σπάει τα μάρμαρα όποτε ανεβαίνει στον τρίτο - και εγώ να παλεύω να καταλάβω ποιος του πάτησε το λαιμό και δεν τον είδα.
Κι εκεί που λέω από μέσα αει σιχτίρ εσύ και η Αλβανία σου και ο μαλάκας που σας επέτρεψε την είσοδο στη χώρα, ακούω το φοβερό και τρομερό "Δεν έδωσα εγώ έγκριση για πλυντήριο πιάτων. Δε συμφώνησα να το αγοράσεις".
Κι εκεί μεταξύ μιας σειράς εγκεφαλικών και οξέων εμφραγμάτων του μυοκαρδίου από τα νεύρα και την απορία και ενώ ήδη έχω αρχίσει και τον πλησιάζω με τα χέρια απλωμένα ενώ παράλληλα νιώθω τα χέρια της πεθεράς να με τραβάν με μανία προς τα πίσω, αναρωτιέμαι...
Πόσο μαλάκας πρέπει να είναι ο άνθρωπος για να μου λέει πως πρέπει να του ζητήσω την άδεια για τις αγορές που κάνω;
Πόσο μαλάκας πρέπει να είναι για να επικαλλείται κάτι τέτοιο μπροστά σε μια τρελή που ήδη το μάτι της έχει κάνει δυο ολόκληρες στροφές και μια μισή;
Πόσα παράθυρα στοκάρω με το στόκο που έχει στο μυαλό του ο συγκεκριμμένος;
Γιατί ρε γαμώτο όσο και αν το έψαξα το θέμα πουθενά κανένας νόμος δε λέει πως ο ενοικιαστής πρέπει να ζητά την άδεια από τον ιδιοκτήτη για να αγοράσει το οτιδήποτε.
Για την ιστορία και μόνο το πλυντήριο λειτουργεί. Το πως είναι άλλο θέμα. Το αν θα αγκαλιαστούμε ξανά με τον σπιτονοικοκύρη αυτό είναι άλλο πάλι.
Η συνέχεια του θέματος επί του πλυντηρίου...

(update)
Δεν ξέρω ποιος ευθύνεται και ποιος με εκδικείται πάντως μετά τη μετακόμιση στη Θεσσαλονίκη το πλυντήριο πιάτων ξαναμπήκε στο κουτάκι του δεδομένης της έλλειψης χώρου στα ντουλάπια της κουζίνας... αν ξέρετε κάποιον καλό φτηνό επιπλοποιό να μου το πείτε... να μου φτιάξει το θρόνο του γιατί πολύ μου λείπει να ξέρετε).

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Κυψέλη - Πράκτικερ η διαδρομή του τρόμου



Διάβασα πρόσφατα στο μπλόγκο της ΄γειτόνισσας μου της πριγκηπέσας της τρελής ( ε ρε μούρλα που κουβαλά αυτός ο σέρβερ κι ακόμη δεν έπεσε ο έρμος) για κάτι εξορμήσεις σε πράκτικερ και ικέα αλαμπρατσέτα με τον σύζυγο (όποιος έχει άγνωστες λέξεις να ρωτά ή να κουνά τον κώλο του και να ψάχνει και στο γούγλι τίποτις, δεν είναι μόνο για τσάτ και σάιμπερ το ρημάδι το διαδίκτυο  και αφού γέλασα και το χάρηκα ιδιαιτέρως είπα να κάνω το λάθος να γράψω κι εγώ την πρόσφατη εμπειρία μου (όχι που δε θα είχα καλή μου γειτόνισσα ανάλογη εμπειρία από το σπόρ αυτό) από την εξόρμηση με το δικό μου σύζυγο (και με το δικό μου αυτοκίνητο βεβαίως βεβαίως - εμ το έβγαλα στο δρόμο το ρημάδι επιτέλους).
Μπαίνω στο καλογυαλισμένο τουτού μου (είπαμε καινούριο το κόσκινο ψηλά το κρεμάμε) μπουκάρει και με τρελό χαμόγελο ο σύζυγος στο διπλανό κάθισμα, ζαλωνόμαστε τις ζώνες (είμαστε και νομοταγείς τρομάρα μας), με κοιτά όπως κοιτάς το Νίκι Λάουντα όταν βάζει μπροστά την φόρμουλα του και αφού έκανα και το σταυρό μου (στα κρυφά μην καρφωνόμαστε κιόλας και χαλάσω και το ίματζ μου) βάζω μπροστά το φιατάκι και περιχαρής ξεκινάμε για τη διαδρομή.
Μπράβο μου το θηρίο το πήρα το τσούλησα το τουτού, κορδώνομαι κοιτάω δεξιά αριστερά μπρος πίσω τα πάντα όλα αμεεεεεεεεεεε οδηγάρα η δικιά σου και ο σύζυγος χαμογελαστός. Χαράζουμε και πορεία μη σκάς μου λέει όπου δεν ξέρεις το δρόμο εγώ θα σου λέω, έχε καλό μου και το νού σου λιγάκι μπας και περάσουμε κάνα πεζό από πάνω και τον πληρώνουμε και άμα δεις και κανα κουλό βούτα και το χειρόφρενο να γλιτώσουμε κάνα κακομοίρη τροχονόμο από την άδικη την ώρα.
Πατησίων ώρα 6 το απόγευμα και να γίνεται μαύρος χαμός. Που με πας καλέ εδώ μέσα λέω εγώ στο έτερον ήμισυ σους προχώρα καλά τα πάς μου λέει πάτα λίγο γκαζάκι μόνο και μην το πας δεξιά πολύ πεζοδρόμιο έχει, μωρέ αν προχωρούσα καλύτερα θα πήγαινα σκέφτομαι εγώ άσε που και τα πεζοδρόμια πολύ στο κέντρο του δρόμου τα κάναν γαμώ τους σχεδιαστές του οδικού μας δικτύου δηλαδή.
Τρομάρα μου εγώ με τα πόδια ακόμη και παιδεύομαι να βρώ το δρόμο άντε τώρα να βρώ την Πειραιώς μέσω Ομόνοιας που δεν έχω καταφέρει ακόμη ούτε την Ομόνοια να βρω χωρίς χάρτη. Θα πάρω αυτή τη βλακεία που του γράφεις που θες να πας και σε κάθε στροφή ακούγεται η σέξι η μαντάμ να λέει στρίψε αριστερά στρίψε δεξιά όχι αυτό βόδι είναι αριστερό φτού σου βλάκα το χασες το στενό πάμε πάλι από την αρχή.
Μου σβήνει το αυτοκίνητο 3-4 φορές σε φανάρι, κορνάρουν οι κάφροι, ακούω κάτι χαριτωμένα του στυλ πάνε κυρά μου στην άκρη, άντε σπίτι σου να μαγειρέψεις κάνα φαΐ να πλύνεις κάνα ρούχο, το έτερον ήμισυ να έχει γραπωθεί από το χερούλι της πόρτας και να με εμψυχώνει κι εγώ και καλά αμέριμνη να διασχίζω ίδια street killer τους δρόμους μέχρι το πράκτικερ.
Αισίως και αφού πέρασα ένα φανάρι με κόκκινο (δεν είδα κάν ότι έχει φανάρι) και αφού μπήκα με μπαντιές στο χώρο πάρκινγκ του πράκτικερ και πάρκαρα το αμάξι αριστοτεχνικά (σε χώρο που λογικά έμπαινε τριαξονική νταλίκα μαζί με το ρυμουλκό) μπαίνουμε μέσα και αρχίζουμε να ψωνίζουμε τα απαραίτητα για να εξοπλίσουμε το τουτου.
Πρώτα πήρα ένα τεράστιο Ν  να φαίνεται καλά (στον επιγραφοποιό που ζήτησα να μου το φτιάξει από νέον δεν βρήκα άκρη γιατί δεν μπορούσαμε να το συνδέσουμε με τον αναπτήρα ώστε να αναβοσβήνει γαμώτο) πήρα και πατάκια και φαρμακείο (αχρείαστο να 'ναι) πήρα και κάτι γελοίες ψάθες με τον τουϊτυ πορτοκαλί όσο δεν πάει, γυρναμε να βρούμε κι άλλα χαζά και μετά αποφασίζουμε πως ώρα είναι να φεύγουμε να προλάβουμε να γυρίσουμε πριν νυχτώσει σπίτι μην εκτεθούμε κιόλας νυχτιάτικα που δεν έχουμε ξανα σοφάρει στα σκοτάδια.
Άντε πάλι να πηγαίνουμε σα χελώνες να κορνάρουν οι από πίσω να βρίζουν μόλις προσπέρναγαν να μου σβήνει στα φανάρια και ν ακούω βρίσιμο να κοιτάω και στο πλάι το έτερον ήμισυ να δω αν κάνει παράκληση στον Αγιο Χριστόφορο τον προστάτη των οδηγών να μας πάει καλά στο σπίτι άντε να έχει πιάσει ήδη νύχτα κι εγώ να προσπαθώ ν ανάψω φώτα και να ανάβω τους γυαλοκαθαριστήρες. Να απορώ με τα μουλάρια που κόρναραν ενώ βλέπαν το μεγάλου μου Ν να βρίζω τους ταξιτζήδες που κάναν κουλά και μου κλείναν το δρόμο και επιτέλους κάποτε φτάνουμε στο σπίτι και αφού κάνω 3 φορές το γύρο του τετραγώνου καταφέρνω\ και βρίσκω το στόχο έεεεεεεεε το πάρκινγκ (έπρεπε να ζαλίσω το τετράγωνο πρώτα για να μου βγει σωστό το παρκάρισμα) και ευγνωμονόντας το θεό  που η πρώτη δοκιμή στέφτηκε με επιτυχία (ποιος ήρθε;) άραξα στο μπαλκόνι κάνοντας ασκήσεις γιόγκα (στο έτερον ήμισυ για να ξεπεράσει το ψυχολογικό τραύμα).
Κανείς για βόλτα?

(μετά από αυτό και με συνοπτικές διαδικασίες τις οποίες χαμπάρι δεν πήρα το τουτού επωλήθη αλλά εμένα μου είπαν ότι το κλέψαν νύχτα γιατί το είχα παρκάρει στην Κυψέλη... άτιμη κενωνία...)

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Καλοί μου γείτονες

Καιρό τώρα έχω τάξει να μιλήσω για τη γειτονιά μου - την καινούρια εδώ στην Κυψέλη όχι την παλιά εκεί στο νησί αν και προτιμώ πραγματικά να μιλώ γι αυτήν - και θαρρώ πως ήρθε η ώρα του να γίνει κι αυτό - γιατί κακά τα ψέματα αναβολή στην αναβολή χάσαμε το τραίνο και άντε τώρα να περιμένεις να περάσει το επόμενο άσε που σε λίγο θ' αρχίσει και ο Βασίλης (πεσλακ) να δέρνει και δεν το αντέχω το ξύλο και είναι και μπρατσωμένος τρομάρα του - και να πάμε γι άλλα.
Μένω σε έναν κεντρικό δρόμο στην Κυψέλη, γεμάτο με παρκαρισμένα αυτοκίνητα και πολυκατοικίες του 1820 - δεν είναι τόσο παλιές αλλά σου δίνουν την εντύπωση ότι από κάπου θα σκάσει μύτη η Μπουμπουλίνα και ο Κολοκοτρώνης μπαρουτοκαπνισμένοι, τόσο γκρίζες είναι - και στις πολυκατοικίες αυτές ζουν ή έχουν μαγαζιά λογιών λογιών βλαστάρια.
Πολλοί αλλοδαποί όπως σε όλη την Κυψέλη, Έλληνες που μένουν σε διαμερίσματα πληρώνοντας ενοίκιο στους αλβανούς που τα έχουν αγοράσει, καταστηματάρχες που σκοτώνουν την ώρα τους λόγω αναδουλειάς στην πόρτα του καταστήματος τους βγάζοντας και τη σφεντόνα που και πού μπας και πετύχουν κανέναν και μπει στο μαγαζί να ψωνίσει.
Ο ψιλικατζής - ο ένας από τους δυο - ο Βαγγέλης τύπος κλασικός και βαριεστημένος. Αραχτός να κλαίει τη μοίρα του που τον έκανε ψιλικατζή και παιδεύεται όλη μέρα - κλαίγεται αλλά δεν το πουλά το ρημάδι να το αγοράσω εγώ να κλαίω κι εγώ τη μοίρα μου μετά και να κονομάω τρελά αραχτή και άνετη δίπλα στο σπίτι μου ακριβώς - και σιχτιρίζει την τύχη του "που αυτός όλη μέρα πουλά μαλακίες ενώ η γυναίκα του η Ελένη το ξύνει στο σπίτι" - δε μου εξήγησε όμως ποτέ το πως γίνεται η έρμη η γυναίκα να το ξύνει με δίδυμα παιδιά και όλες τις άλλες δουλειές που τις φορτώνει ο Βαγγελάκης της  που "αει σιχτίρ καμιά μέρα θα τον στείλω για τσάι έτσι γκρινιάρης και υποχόνδριος που είναι ο βλάκας" που λέει και η γυναίκα του η Ελένη.
Χαρακτηριστικές φιγούρες και οι δυό τους. Ο Βαγγέλης είναι και φιλόμουσος τρομάρα του. Μαθαίνει κιθάρα να σκοτώνει την ώρα του και δε μπορώ να πω, παρόλο που τα αυτάκια μου μαθημένα στις φιλαρμονικές της Κέρκυρας κακοποιούνται βάναυσα από τους ήχους του κάνει φιλότιμες προσπάθειες.
Δίπλα του ακριβώς ο κύριος βουλκανιζατέρ ταλαιπωρεί μια κρητική λύρα. Ή μάλλον ταλαιπωρούσε πριν λίγο καιρό. Γιατί μια μέρα δεν άντεξα... μόλις τους άκουσα - ψιλικατζή και βουλκανιζατέρ - να παίζουν ντουέτο το "Δυο φάλτσα και μια στριγκλιά για λύρα και κιθάρα  τους είπα ατάλαντους και βιαστές της μουσικής οπότε ο βουλκανιζατέρ που πίσω από τη μουστάκα - τρομάρα του είναι σα μπακαλιάρος με μουστάκι - είναι ευαισθητούλης σταμάτησε να παίζει. Ή τουλάχιστον δεν παίζει όταν σκάω μύτη εγώ στη γειτονιά. Όχι θα τον άφηνα.
Τις καθημερινές οι γείτονες μου έχουν μια βαριεστημάρα τρομερή θαρρείς και σκέφτονται συνεχώς το άν θα αυτοκτονήσουν από ανία ή αν θα συνεχίσουν να σέρνουν τα πτώματα τους στο δρόμο αυτό της Κυψέλης που είχε την τύχη ή την ατυχία να τους φιλοξενεί.
Τα μαγαζιά - εκτός του ψιλικατζίδικου του Βαγγέλη  - 9 το πρωί είναι κλειδαμπαρωμένα και εφτασφράγιστα και οι ιδιοκτήτες ράθυμοι και αγουροξυπνημένοι - είπαμε αν έχετε άγνωστες λέξεις ανοίχτε και κάνα λεξικό να ξεστραβωθείτε βούδια - μαζεύονται στον ψιλικατζή και χασμουριόνται ομαδικώς μέχρι ο καϊφές που παρανόμως ψήνει ο Βαγγελάρας τους φτάσει ως τη φτέρνα. Μόλις αρχίσει και στις φλέβες τους τρέχει καφεΐνη τότε σαν από θαύμα αρχίζουν να κινούνται σαν τα μερμήγκια και κυνηγάνε πάλι τους πελάτες με τις σφεντόνες που λέγαμε στο ΠΑΡΤ ΟΥΑΝ. Ανάμεσα στο κυνήγι κάνουν και διαλείματα για κοινωνική κριτική -  "για δες ρε Βαγγέλα τη χοντρή που κατέβασε πάλι τα σκουπίδια με το νυχτικό και είναι τρομάρα της σα να έβγαλε βόλτα το αντίσκηνο" , "ε ρε και να μουνα φούρναρης να τη ζυμώσω τη μικρή του φούρνου να δει πως τα πλάθουν τα κουλουράκια που αυτά που μας πουλάει είναι σαν τα τούβλα του Κώστα δίπλα στη μάντρα οικοδομών". Τώρα θα μου πείτε... έχει φάει τα τούβλα του Κώστα ο βουλκανιζατέρ και μπορεί να κάνει σύγκριση τρομάρα του; Τι να σας πω θα σας γελάσω...
Δίπλα τους η κυρια Windows - όχι δεν έχει σχέση με υπολογιστές, όλη μέρα πρωινάδικα βλέπει και βραζιλιάνικες σειρές, απλά πούλα πορτοπαράθυρα - σεργιανά τη γειτονιά φτιάχνει το μπούστο για να μπορεί ο βουλκανιζατέρ να παίρνει μάτι καλύτερα και κάθεται αραχτή και φαινομενικά ήσυχη όταν σκάει μύτη ο κύριος windows ΄στο μαγαζί. Μόλις φύγει, βγαίνει πάλι στην πόρτα και χουφτώνει τα στήθια με νόημα πριν αρχίσει πάλι να τα τακτοποιεί με κλίση προς τα έξω και προς τέρψιν του βουλκανιζατέρ.
Απολαμβάνω να τους χαζεύω, να τους πειράζω και να τους τσιγκλάω. Μα η μεγαλύτερη απόλαυση είναι όταν τους βάζω να τσακώνονται μέσα στο ψιλικατζίδικο αρχίζοντας τα σχόλια για καταπιεσμένες γυναίκες και άντρες θύματα - συνταγή που παραδόξως πιάνει πάντα και που κάθε φορά αναγκάζουν τον ψιλικατζή να αναστενάζει όταν βλέπει ότι δεν μπορεί να επιβάλει την τάξη ώστε όλοι ν' ακούνε τη μίρλα για τη γυναίκα του.
Στην απέναντι πολυκατοικία η κατάσταση παραμένει περίεργη. Τα φαντάσματα του πρώτου ορόφου - αντρόγυνο είναι μάνα και γιος είναι θα σας γελάσω μένουν κλεισμένοι όλη μέρα στο σπίτι με τα παράθυρα κλειστά δε μιλούν ποτέ σε κανέναν και όταν σπανίως ανοίγουν παράθυρο ή βγουν στο μπαλκόνι έχουν και οι δυο μια ξινίλα στη μούρη λες και τους τάισες χαλασμένο ρυζόγαλο - αυτούς θα πρέπει να τους ερευνήσω λίγο γιατί πολύ μου τη σπάει που δεν ξέρω τι γίνεται.
Στον τρίτο μένει η χαρτορίχτρα - 60αρα χωρισμένη πρόσφατα που ντύνει τα 150 της κιλά με κάτι κουρτίνες με λάστιχο στο στήθος βγαίνει στο μπαλκόνι και χαίρεται όλη η γειτονιά τα κάλλη και την κυτταρίτιδα των μπουτιών της. Ίσα με 3 παράθυρα ντύνω με κάθε της φουστάνι. Προχθές μάλιστα εκείνο το εμπριμέ πολύ με άρεσε και να θυμηθώ να τη ρωτήσω αν το πουλά. άλλο φρούτο αυτή πάλι κάθεται και ξεματιάζει και σταυρώνει τον άνεμο και μουρμουρίζει ξόρκια προς το δρόμο - αποφεύγω να την πολυκοιτάω μη μας κάνει και τπτ βουντού μουντού και τρέχουμε οι άνθρωποι - που κακό να μη μας βρει και φάουσα και κακό γαρμπούνι να πιακει τσου οχτρούς μας (κερκυραϊκές κατάρες είναι αυτές μη ψάχνεις το λεξικό τώρα).
Και δίπλα της μένουν οι σεισμόπληκτες γιαγιάδες. Μια ομορφιά και οι δυο μαζί και μια απόλαυση να τις παρακολουθείς όταν παλεύουν στο μπαλκόνι με τις τρεις και μισή γλάστρες με λουλούδια που έχουν. Αυτές που λέτε...


(απόσπασμα από ένα πολύυυυυυυυυυυυυ μεγαλύτερο κείμενο με θέμα μια γειτονιά κάπου στην Κυψέλη... κάπου, κάποτε, ίσως δημοσιευθεί ολόκληρο)

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Τα παιδία παίζει...

Εδώ και ώρα παρακολουθώ το έτερον μου ήμισυ να κοπανιέται στο playstation να παίζει Teken και να φωνάζει περιχαρής κάθε τρεις και λίγο ναιιιιιιιιιιιιι τον ξέσκισα ή φτου σου γαμώτο με τσάκισε πάλι - αυτό το δεύτερο περισσότερες φόρες εχεχε - και μεγάλη εντύπωση μου κάνει το πως γίνεται ψύχωση τελικά μια τόσο βλακεία παιχνίδι που δε σου δίνει περιθώρια πολλά για σκαμπουλινιές, κλεψίματα, αναταραχές και καβγάδες.
Ώρες ολόκληρες καρφωμένοι μικροί και μεγάλοι μπροστά σε μια οθόνη να τρώνε ξύλο από μια γκόμενα με μπικίνι ή από έναν χοντρό του σούμο με τα ψηφιακά  κολαράκια να κουνιόνται δεξιά αριστερά σε κάθε κίνηση και το μπινελίκι να πέφτει σύννεφο όταν ο εικονικός ήρωας τους ταβλιάζεται και δε μπορεί να σηκωθεί.
Βγες παιδάκι μου να παίξεις κάνα μπάσκετ πάμε να παίξουμε κυνηγητό και κρυφτό στους δρόμους της Κυψέλης να το ευχαριστηθούμε ένα πράμα. Μα τι λες τώρα που κοτζαμάν άντρας θα κυνηγιέμαι σα μαθητούδι στους δρόμους.
Αυτό μας μάρανε τρομάρα μας. Το ότι γίναμε κοτσαμάν άντρες και γυναίκες. Θα μου πείς στο σπίτι μέσα με το χαζοκούτι και το χειριστήριο στο χέρι ποιος μας βλέπει να ξέρει ότι το ρημάζουμε;
Μη μου πεις όμως ξανά ότι μεγαλωσαμε και σοβαρέψαμε και κάποια πράγματα δεν είναι για μας γιατί να ξέρεις θα σου τραβήξω ντιλιτ σε όλες τις κάρτες μνήμης και να σε δω μετά πως θα  παίζεις Μπαμπλ μπαμπλ και τέκεν και ας χτυπάς τον κώλο σου κάτω.
Προσωπικά μου έχει λείψει τρομερά το να βγω στη γειτονιά να παίξω μήλα, κρυφτό, κλέφτες και αστυνόμους και να κάνω χαζά.
Όταν ήμουν στο δημοτικό θυμάμαι ξεσκιζόμασταν καθημερινά πότε θα τελειώσουμε το διάβασμα για να τρέξουμε στην αλάνα. Συνήθως παρατάγαμε τις τσάντες του σχολείου στην κουζίνα πετάγαμε σαν δικαιολογία ένα "διάβασα στο σχολείο" και ξεχυνόμασταν ομαδικώς για μήλα και κυνηγητό. Η χαρά μου ήταν να κοπανάω στα μήλα τη μπάλα στο κεφάλι του Σάκη γιατί αυτό αμέσως γινόταν το σύνθημα για ατελείωτο κυνηγητό μιας και ο Σάκης νευρίαζε όταν εγώ κορίτσι και μια σταλιά σκατό - 3 χρόνια μεγαλύτερος ο Σάκης και παιδικός μου έρωτας το έπαιρνε βαρέως όταν τον κοπάναγα - κατάφερνα να τον πετύχω και μάλιστα στο κεφάλι.
Κοριτσίστικα παιχνίδια δεν έπαιζα. Πρώτον γιατί πολλά κορίτσια δεν είχε η γειτονιά οπότε εγώ έπαιζα με τους φίλους του αδελφού μου - και μεγαλύτερη ήθελα να παίζω μαζί τους αλλά με βλέπαν σαν αδελφή πλέον γαμώτο και μου έμεινε το απωθημένο - και πολύ με χάλαγαν αυτά τα κοριτσίστικα με τις κούκλες και το άντε να μαγειρέψουμε να φάει η Μπάρμπι - που το σκασμό να βγάλει η Μπάρμπι και ο Τζον τζον και η Σίντι με τον άλλον τον καραγκιόζη τον Κεν.
Μ' άρεσε να παίζω κλέφτες και αστυνόμους, ποδόσφαιρο και να κάνω ποδήλατο και πατίνια στο δρόμο. Τραυματικές εμπειρίες με τα πατίνια και το ποδήλατο. Όχι για μένα όσο για τη μάνα μου που μ' έβλεπε με τα πατίνια στα πόδια και γαντζωμένη από το ποδήλατο πότε του Σάκη πότε του αδελφού μου να τρέχω βολίδα στο δρόμο - που εδώ που τα λέμε δίκιο είχε η γυναίκα γιατί πέρναγαν πολλά αυτοκίνητα και μάλιστα με ταχύτητα από το δρόμο αυτό - και να σαβουρδίζομαι ξαφνικά γιατί βρήκα χαλίκι και δεν πρόλαβα να σταματήσω.
Στην πέμπτη δημοτικού απόκτησα και το πρώτο μου παράσημο στο γόνατο. Μια πληγή τεράστια από σαβούρδισμα σε κατηφόρα χωματόδρομο που ακόμη και τώρα φαίνεται το σημάδι της έτσι για να μου θυμήζει αξέχαστες στιγμές γέλιου όταν κατέβαινα βολίδα το χωματόδρομο με το ποδήλατο και λυγμών όταν σαβουρδίστικα και μου έριχνε η μάνα μου οιώδιο στην πληγή για να την απολυμάνει. Εκείνη τη μέρα μου τρύπησε και τα λάστιχα του ποδηλάτου που την επομένη φυσικά ήταν πάλι γερά και φουσκωμένα μιας και εγώ φρόντισα  να κλαφτώ στον μπαμπάκα μου και να μου τα ξαναφτιάξει, αμ πως.
Η μάνα μου είχε πάντα της καημό ότι συμπεριφερόμουν σαν αγοροκόριτσο - γι αυτό με κούρευε τακτικά σαν τη Βουγιουκλάκη σε εκείνο το έργο που τη φώναζαν Πίπι, τίτλο δε θυμάμαι - και προσπαθούσε πάντα να με πείσει να παίξω κοριτσίστικα παιχνίδια. Μου κουβαλούσε κούκλες - που κατέληγαν κοντοκουρεμένες και βαμένες με τα χρώματα του Ολυμπιακού - λάστιχο για να παίζω στο σχολείο - που πάντα όλο και κάποια σφεντόνα θα φτιάχναμε με τον αδελφό μου, το υπόλοιπο το χρησιμοποιούσα για να σκοτώνω μύγες συνήθως - και σκοινάκι που εντάξει όλο και έκανα γιατί γούσταρα που χοροπηδούσα ειδικά όταν μαζί μου χοροπηδούσε και κάποιος άλλος από την αγοροπαρέα.
Τώρα που το σκέφτομαι τελικά είχε δίκιο η μάνα μου. Αγοροκόριτσο ήμουν αλλά πολύ το χαιρόμουν. Στο κάτω κάτω ευχαριστιόμουν παιχνίδι. Κάτι που τα σημερινά παιδιά δεν το καταλαβαίνουν.
Ωραία παιχνίδια παίζαμε και στο γυμνάσιο και στο λύκειο και πολλές αναμνήσεις μαζεύονται ξαφνικά και θέλουν να αποτυπωθούν αλλά αυτά σε επόμενη εγγραφή γιατί το έτερον ήμισυ χρειάζεται εμψύχωση για να νικήσει την ψηφιακή γκόμενα που τον έχει σαπίσει στο ξύλο.
σμουτσ

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Τι σου κάνω μάνα μου


Σε προηγούμενη δημοσίευση μου ο Γιάννης Δ. σχολίάσε ότι στην Κυψέλη (και φαντάζομαι ότι αυτό ισχύει για όλες τις πυκνοκατοικημένες περιοχές των Αθηνών) έτσι να απλώσεις το χέρι σου φτάνεις να τσιμπολογήσεις τη μακαρονάδα του απένταντι σπιτιού. Και σκέφτηκα πως πλάκα πλάκα πόσο δίκιο είχε όταν θυμήθηκα μια σκηνή απείρου κάλλους που είδα πριν πολύ καιρό σε μια γειτονιά στο Γκύζη που μέναμε όταν πρωτοεγκατασταθήκαμε στην Αθήνα. Ζούσαμε τότε σε ένα μικρό ισόγειο διαμέρισμα που για να φτάσεις εκεί έπρεπε λίαν επιεικώς να έχεις κάνει λοκατζής - τόσο μεγάλη ανηφόρα είχε - κι εγώ που εκτός από στρουμπουλή κι αφράτη είμαι και μανιώδης καπνίστρια από τα μικράτα μου - χτικιό θα βγάλεις μου φώναζε η γιαγιά μου όταν μ' έβλεπε με τα τσιγάρα στα χέρια στα 15 μου - για να φτάσω στο σπίτι έκανα πολλές στάσεις ανεβαίνοντας, για να φτύσω 3 πακέτα κάμελ και να πάρω κουράγιο ασθμαίνοντας να συνεχίσω την αναρρίχιση.
Σε μια απο αυτές τις στάσεις μου είδα σε ένα δρομάκι κάθετο στη Βαρβάκη που διέσχιζα εγώ προς το σπίτι δυο γιαγιάδες σε δυο αντικρυστά μπαλκόνια να μιλάνε και να κουτσομπολεύουν - τσίριζαν κιόλας και άκουγα ακριβώς τι έλεγαν αλλά δυστυχώς δεν είχε ψωμί η δουλειά οπότε δεν κατέγραψα τη συνομιλία - και εκεί που ωραία τα λέγανε μπαίνει ξαφνικά η μια μέσα βγαίνει σε λίγο πάλι με ένα φτυάρι ξύλινο - από αυτά που χρησιμοποιούσαν παλιά για να βγάζουν τα ταψιά από τους φούρνους - στο ένα χέρι και με ένα πιάτο στο άλλο. Και εκεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου τη βλέπω με μεγάλη μαεστρία να ισορροπεί το πιάτο πάνω στο φτυάρι να απλώνει το φτυάρι προς το απέναντι μπαλκόνι και να δίνει στην άλλη γιαγιά το μεσημεριανό μεζέ. Για δες λέω εφευρετικότητα οι γιαγιάδες... Που να κατεβαίνουν κάτω να παλεύουν με κουμπιά ασανσέρ αυτοκίνητα και ιστορίες; Λύσαν το πρόβλημα τους και τα πινάκια μεταφέρονται ανέτως και αυτές συνεχίζουν αμέριμνες με τις λουλουδάτες νυχτικιές τους να κάνουν κοινωνική κριτική στα δρώμενα - και στην κόρη του ψιλικατζί που πολύ σουρλουλού και γλωσσού είναι ρε παιδάκι μου και κάθε βράδυ γυρνά ξημερώματα και την είδα εγώ Τασία μου που γύρισε απόψε στις 4 με τον ξεβράκωτο τον απέναντι και άμα βρεί γαμπρό αυτή εμένα να με θάψουνε χωρίς τη μασέλα μου - και να απαρυθμούν τα χάπια που είπιαν από το πρωί.
Το ίδιο γίνεται και στο νησί. Με μεγάλη μαεστρία έχουν καταφέρει στα στενά καντούνια στην παλιά πόλη να κάνουν ανταλλαγές προϊόντων και άπλωμα της μπουγάδας από τοίχο σε τοίχο - όπως δείχνει εκείνη η διαφήμιση της Κλινέξ που η χοντρή η στρίγγλα το σκίζει το σεντόνι, σκέψου δλδ τι τραβάει ο άντρας της, γιατί όχι να το παινευτούμε αλλά στα καντούνια τση Κέρκυρας γυρίστηκε η διαφήμιση αυτή - και να έχουν καταργήσει προ καιρού τώρα τα ανεβοκατεβάσματα. Ένας παιδικός φίλος ο Γιάννης, είχε βάλει σανίδια μέχρι το απέναντι μπαλκόνι για να μπορεί να στριμώχνει τα βράδυα τη Μαριλένα που πολύ τη γούσταρε αλλά τον σάπιζε στο ξύλο ο πατέρας της όταν τον έπιανε να της μιλά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Βίος και πολιτεία η Μαριλένα και ο Γιάννης. Αυτός έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του κάθε φορά κι αυτή έτρωγε τα ηρεμιστικά σαν καραμέλες για να εκφοβίσει τους δικούς της. Πέντε απόπειρες είχε κάνει για το Γιάννη και αφού τον παντρεύτηκε με το έτσι θέλω - είδαν και αποείδαν οι δικοί της σου λέει θα το χάσουμε το παιδί΄κι έτσι είπαν το ναι - στους τρεις μήνες τον χώρισε γιατί λέει δεν ήταν αρκετά άντρας γι' αυτήν - που πως να' ναι ο χριστιανός μετά από τόσα ακροβατικά και τόσο ξύλο;
Στην Κυψέλη τώρα - για να μη ξεχνίομαστε κιόλας, άλλη φορά περί Μαριλένας και Γιάννη - ώρες ώρες έχω την αίσθηση ότι έτσι που είναι δομημένη η γ@μημένη , είμαστε όλοι μια μεγάλη παρέα που κάθε απόγευμα πίνουμε καφέ μαζί. Βγαίνω εγώ στο μπαλκόνι και κερνάω κουλούρι την απέναντι που λέει ο λόγος. Ακούς τι λέει ο διπλανός ακούς τι κάνει πως βήχει ποιος ροχαλήζει ποιος πηδάει τη γυναίκα του και αν αυτή έχει φέικ οργκασμ ή όντως ο Τάκης της ταράζει τα νερά. Ακούς τον αποπάνω πότε πλένεται - καθαρό το παλικάρι δε μπορώ να πω σαν τις πάπιες ένα πράμα όλη μέρα στα νερά - ακούω τη σπιτονοικοκυρά στον τρίτο που βάζει κλαρίνα - γαμώ το Σαλέα μας γαμώ - ακούω και το γιό της στο υπόγειο που το έχει κάνει γαμιστρώνα όταν τρέχει τα ξημερώματα να κατουρήσει την αυλή γιατί το σπίτι του είναι στον τρίτο και χωρίς ασανσέρ που να τρέχεις με τα σώβρακα που περιμένει και το θηλυκό τστιστίδι να το αποφτώσεις.
Ακούω γενικώς τα πάντα. Κι αυτά που θέλω - γιατί είπαμε είμαι εκτός από τρελή και κουτσομπόλα - ακούω και αυτά που δε θέλω. Προχθές άκουσα τον διπλανό. Ο έρμος βόγγαγε έσκουζε ξεφυσούσε. Λέω κι εγώ καλά περνά η μανταμίτσα του. Αμ δε. Δυσκοίλιος είναι ο έρμος και να θυμηθώ όταν τον δώ να του δώσω καμιά συμβουλή μπας και γλιτώσουμε από τα βογγητά του.
Κατά διαστήματα ακούω και τους εξ αριστερών μας που επιδίδονται σε γυμναστικές επιδείξεις - ασκήσεις εδάφους εδάφους επί του στρώματος και επί του καναπέος. Την τελευταία φορά που τους άκουσα ήταν 4 και κάτι το πρωι. Αυτός βογγούσε κι έσκουζε - όχι δεν είχε κι αυτός δυσκοιλιότητα - κι αυτή ξεφώνιζε σα να την είχε πιάσει από το λαιμό. Και δώστου να βογγά αυτός και δώστου να τσιρίζει αυτή και ξαφνικά μέσα στην όλη ταραχή που μας προκάλεσε αρχίζει και τα χαριτωμένα "Τι σου κάνω μάνα μουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ" και να του απαντά αυτή με όλο της τον οίστρο "Με γ@μ@ς" και να ξαναλέει αυτός "Ναι σε γ@μ@ω και σ' αρέσει" - αμα δεν της άρεσε ρε μπαγλαμά θα έφευγε - και άλλα τέτοια ωράια.. Και εκεί που έτοιμη ήμουν να δώσω την κατάλληλη απάντηση κι εγώ και να τους μπινελικώσω άγρια που μας ξύπναγαν - τα σκατόπαιδα μας ερέθισαν βραδιάτικα - ακούγεται μια φωνή βγαλμένη θαρρείς από το υπερπέραν νυσταγμένη βραχνή και με 7 κιλά αγριάδα - αντρική ήταν απ' ότι κατάλαβα μετά - να φωνάζει "Αυτήν την γ@μ@ς και της αρέσει, αμά σε πιάσω ρε κερατά που μας ξύπνησες βραδιάτικα και σε γ@μισω κι εγώ θα σου αρέσει; 'Αντε ρε κερατά να δω τώρα ποιος θα ξανακοιμήσει τη γυναίκα μου που ξύπνησε και θέλει κι αυτή κοκο".

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Το τηλεμάρκετινγκ η χοντρή και τα τρια κακά της μοίρας τους

Πείτε με στραβή πείτε με ανάποδη. Πείτε με στην τελική όπως γουστάρετε αλλά ρε παιδία δε μπορώ. Όποτε με πέρνουν τηλέφωνο για τηλεμάρκετινγκ βγάζω σπυριά φλύκταινες καντήλες και μου έρχετε ν' αρχίσω τα καντήλια. Το αποφεύγω βέβαια συστηματικά στην προσπάθεια μου να είμαι όσο το δυνατόν πιο ήρεμη και να μη χαλάω το φεγκσούι μου και τις άλλες τέτοιες αηδίες που και καλά θα με κρατήσουν σε νιρβάνα αλλά δε μπορώ φουντώνω όταν το ρημαδοτηλέφωνο χτυπά και μάλιστα με απόκρυψη.
Σε γενικές γραμμές τηλέφωνα με απόκρυψη αποφεύγω να απαντήσω. Πάσχω σοβαρά από αποκρυψήτιδα και η κατάσταση μου είναι ανίατη. Ας όψετε όμως το ότι έχω μια μάνα και έναν πατέρα στα ξένα και που το τηλέφωνο τους εγκατεστημένο από τον καιρό του μεσοπολέμου βγαίνει πάντα με απόκρυψη. Έτσι πες η ανησυχία πες η περιέργια το σηκώνω το ρημάδι. Και όταν είναι όντως κάποιος που λαχταρώ ν ακούσω όλα καλα΄. Αντε τώρα να είναι βράδυ ή πρωί που θες να ησυχάσεις και να χτυπά το γ@μημένο με απόκρυψη.  Και εκεί που όλο ευγένεια και προσμονή του τι θ 'ακούσεις λες το "παρακαλώ" να σου λέει ο άλλος ότι σε πήραν για έρευνα για καταμέτρηση για πωλήσεις για ασφάλεια (τρέμε πριγκήπησσα και βάρδα καραμήτρο μην πάρεις κάνα βράδυ για να με ασφαλίσεις).
Η μοίρα το έφερε κάποια στιγμή να δουλέψω κι εγώ σε τηλεπωλήσεις - άτιμη κενονία που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους κατεβάζεις στα τάρταρα - και δε σας κρύβω ότι από κει αποκόμησα δυο τινα.. Πρώτον ότι θα μπορούσα να κάνω καριέρα στο συγκεκριμένο επάγγελμα - φτου μου τρομάρα μου - και δεύτερον ότι τελικά οι τηλεφωνήτριες τηλεπωλήτριες και όλες οι άλλες τηλε-ιτριες δεν είναι πλάσματα που αυτοσκοπός τους είναι να σε βασανίσουν και να σου σπάσουν τα νεύρα αλλά συμπαθέστατα πλάσματα που παλεύουν για τρεις κι εξήντα καθημερινά ακούγοντας βρίσιμο καμάκι τηλεφωνικό και τέτοια άλλα ωραία.
Αποφάσισα λοιπόν μετά την αποχώρηση μου - 3 μήνες άντεξα - από τον κλάδο των τηλε-ιτριων ότι θα είμαι πιο ευγενική την επόμενη φορά που θα χτυπήσει το τηλέφωνο και κάποιος - κάποια - κακομοίρογλου θα προσπαθήσει να μου πουλήσει κάτι.
Δε μπορώ όμως βρε παιδιά. Δεν το αντέχω. Και άντε με τους ερευνητάς και τους γκαλοπάδες κάτι πάει κι έρχεται. Με τους τραπεζοτηλεφωνητές πάλι κάπως το αντέχω. Πετάω και ένα σας ευχαριστώ αλλά πήραμε και της περισσότερες φορές ξεμπλέκω γρήγορα.
Εκεί όμως που έρχομαι και γίνομαι εντελώς κάφρος είναι με τις τηλεφωνήτριες από τα απαντα΄χού κέντρα αδυνατίσματος. Οι ρουφιάνες μιλάμε έχουν κάνει εκπαίδευση τρίτου Ράιχ και δε μασάνε. Θαρρείς και το κάνουν επίτηδες λές και σε παρακολουθούν και σε ΄καλούν στις πιο ακατάλληλες στιγμές.
Η τελευταία πήρε σήμερα το πρωι. Σε ώρα που εγώ βρισκόμουν εκεί που και ο βασιλιάς πηγαίνει μόνος του. Σε ώρα που το μόνο που δε με απασχολούσε ήταν το άν έχω ορισμένα κιλά παραπάνω - δεδομένου ότι το σπίτι είναι καλής κατασκευής και τα είδη υγιεινής μας καθόλου ετοιμόροπα αντέχουν καλα.
Βγαίνω σηκώνω το τηλέφωνο με την ψυχή στο στόμα γιατί είναι και επίμονα τα μανάρια μου Παρακαλώ λέω ξεφυσώντας από τα Νιου Νταίη μου λέει μια μαντάμ από την άλλη μεριά που τη φανταζόμουν με μαλλί φουσκωτό 50άρα και ντυμένη σα να πήγαινει στο μέγαρο πρωί πρωί. Λυπάμαι πολύ πήρατε σε ακατάλληλη ώρα ξεφυσάω εγώ , ω με συγχωρήτε θα ξαναπάρω αργότερα απαντά η μαντάμ ωραία λεω από μέσα μου γλυτώσαμε και μπαίνω σε μπαθ μόουντ - τρομάρα μου - και ετοιμάζομαι για αφρόλουτρα και τα λοιπά που κάνει μια αξιοπρεπής κατίνα όταν μένει Σάββατο πρωι μόνη στο σπίτι.
Δεν προλαβαίνω η έρμη να βάλω το ένα πόδι στη μπανιέρα ντριν πάλι το ρημάδι. Τρέχω πάλι - γιατί είπαμε έχουμε και μάνα και πατέρα στην ξενητιά και συμπτωματικά σήμερις και άντρα στους δρόμους- το σηκώνω, και ναί να σου πάλι η μαντάμ. Κυρία μου από τα Νιου Νταίη είμαι πάλι. Είναι καλή η ώρα να μιλήσουμε τώρα; Συγκρατώ με τα βίας όλο το κατεβατό με τους χαρακτηρισμούς τους καννιβαλισμούς και γενικώς όλο τον οχετό που μου έρχεται στο στόμα, παίρνω βαθιές αναπνοές και με ήρεμο τρόπο - ενώ παράλληλα τσάκιζα με το βλέμμα το δολοφονικό 3 ποτήρια και το τζάμι της απέναντι - προσπαθώ να τις εξηγήσω ότι δεν μπορώ να μιλήσω τώρα ότι γενικώς δε με ενδιαφέρει το δώρο που μου δίνει - ναι γνωστό το κόλπο, δώρο μια επίσκεψη όπου αφού πας σαν κορόιδο να το πάρεις σου βγάζουν ένα κατεβατό με ατέλειες και σου προτίνουν μέχρι και ποιό παιδί θα σου πάρουν για να σε κάνουν και σένα μια μαντάμ - και ότι καλή σας μέρα καθόλου δε χάρηκα που κρύωσε το νερό στη μπανιέρα έρχεται η μανταμ και μου υπενθυμίζει πως ως γυναίκα σίγουρα έχω ανάγκη από αδυνάτισμα και πως μια περιποίηση προσώπου σώματος και θα με κάνει να νοιώθω πιο όμορφη αλλά και ο κύριος Τάδε - τον ήξερε προσωπικά τον άντρα μου; και αν ναι τι της είχε πει που δεν ήξερα; - πολύ θα το εκτιμούσε να με δεί ανανεωμένη.
Και εγώ τώρα αναρωτιέμαι. ΠΟΙΟΣ ΡΟΥΦΙΑΝΟΣ ΚΑΡΦΩΣΕ; που στο καλό ξέρει αυτή η μαντάμ ότι εγώ χτές βραδυ μετά τα σουβλάκια τσάκισα το γαλακτομπούρεκο; Που είναι η ρουφιάνα και το βλέπει ότι θέλω καθαρισμό;
Ξεφορτώθηκα τη μαντάμ μετά από αυτό με συνοπτικές διαδικασίες και αφού φυσικά τις είπα κάνα δυο γλυκά λογάκια.Και έμεινα με το αφρόλουτρο να κρυώνει με το τηλέφωνο κατεβασμένο να μην ξανακουδουνίσει και με τη μούρη κολημένη στον καθρέφτη να κοιτάω αν έχω μαύρους πόρους που φάινονται μέχρι την Πατησίων και με την απορία φυσικά που στο καλό είδε η άλλη η βλαμμένη τη ζυγαριά μου ότι βογγηξε.
Τώρα απλά περιμένω αγκαλιά με το γαλακτομπούρεκο το σύζυγο να γυρίσει. Θα κάνω μαζί του μια σοβαρή συζήτηση γιατί όπως και να το κάνουμε δε μπορεί να τα λέει στη μαντάμ και να παραπονιέται και να παίρνει αυτή τηλέφωνο να μου σπάει τη ψυχολογία και το ηθικό.
Γαλακτομπουρεκάκι κανείς;

ΝΑ ΖΕΙΣ

Αν αυτά που σε πονάν δεν τ απογυμνώσεις, δεν τ' αποσυνθέσεις και δεν τ' αναδομήσεις πάνω σε καινούριες βάσεις και λογική, το πιο π...