Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Κυψέλη - Πράκτικερ η διαδρομή του τρόμου



Διάβασα πρόσφατα στο μπλόγκο της ΄γειτόνισσας μου της πριγκηπέσας της τρελής ( ε ρε μούρλα που κουβαλά αυτός ο σέρβερ κι ακόμη δεν έπεσε ο έρμος) για κάτι εξορμήσεις σε πράκτικερ και ικέα αλαμπρατσέτα με τον σύζυγο (όποιος έχει άγνωστες λέξεις να ρωτά ή να κουνά τον κώλο του και να ψάχνει και στο γούγλι τίποτις, δεν είναι μόνο για τσάτ και σάιμπερ το ρημάδι το διαδίκτυο  και αφού γέλασα και το χάρηκα ιδιαιτέρως είπα να κάνω το λάθος να γράψω κι εγώ την πρόσφατη εμπειρία μου (όχι που δε θα είχα καλή μου γειτόνισσα ανάλογη εμπειρία από το σπόρ αυτό) από την εξόρμηση με το δικό μου σύζυγο (και με το δικό μου αυτοκίνητο βεβαίως βεβαίως - εμ το έβγαλα στο δρόμο το ρημάδι επιτέλους).
Μπαίνω στο καλογυαλισμένο τουτού μου (είπαμε καινούριο το κόσκινο ψηλά το κρεμάμε) μπουκάρει και με τρελό χαμόγελο ο σύζυγος στο διπλανό κάθισμα, ζαλωνόμαστε τις ζώνες (είμαστε και νομοταγείς τρομάρα μας), με κοιτά όπως κοιτάς το Νίκι Λάουντα όταν βάζει μπροστά την φόρμουλα του και αφού έκανα και το σταυρό μου (στα κρυφά μην καρφωνόμαστε κιόλας και χαλάσω και το ίματζ μου) βάζω μπροστά το φιατάκι και περιχαρής ξεκινάμε για τη διαδρομή.
Μπράβο μου το θηρίο το πήρα το τσούλησα το τουτού, κορδώνομαι κοιτάω δεξιά αριστερά μπρος πίσω τα πάντα όλα αμεεεεεεεεεεε οδηγάρα η δικιά σου και ο σύζυγος χαμογελαστός. Χαράζουμε και πορεία μη σκάς μου λέει όπου δεν ξέρεις το δρόμο εγώ θα σου λέω, έχε καλό μου και το νού σου λιγάκι μπας και περάσουμε κάνα πεζό από πάνω και τον πληρώνουμε και άμα δεις και κανα κουλό βούτα και το χειρόφρενο να γλιτώσουμε κάνα κακομοίρη τροχονόμο από την άδικη την ώρα.
Πατησίων ώρα 6 το απόγευμα και να γίνεται μαύρος χαμός. Που με πας καλέ εδώ μέσα λέω εγώ στο έτερον ήμισυ σους προχώρα καλά τα πάς μου λέει πάτα λίγο γκαζάκι μόνο και μην το πας δεξιά πολύ πεζοδρόμιο έχει, μωρέ αν προχωρούσα καλύτερα θα πήγαινα σκέφτομαι εγώ άσε που και τα πεζοδρόμια πολύ στο κέντρο του δρόμου τα κάναν γαμώ τους σχεδιαστές του οδικού μας δικτύου δηλαδή.
Τρομάρα μου εγώ με τα πόδια ακόμη και παιδεύομαι να βρώ το δρόμο άντε τώρα να βρώ την Πειραιώς μέσω Ομόνοιας που δεν έχω καταφέρει ακόμη ούτε την Ομόνοια να βρω χωρίς χάρτη. Θα πάρω αυτή τη βλακεία που του γράφεις που θες να πας και σε κάθε στροφή ακούγεται η σέξι η μαντάμ να λέει στρίψε αριστερά στρίψε δεξιά όχι αυτό βόδι είναι αριστερό φτού σου βλάκα το χασες το στενό πάμε πάλι από την αρχή.
Μου σβήνει το αυτοκίνητο 3-4 φορές σε φανάρι, κορνάρουν οι κάφροι, ακούω κάτι χαριτωμένα του στυλ πάνε κυρά μου στην άκρη, άντε σπίτι σου να μαγειρέψεις κάνα φαΐ να πλύνεις κάνα ρούχο, το έτερον ήμισυ να έχει γραπωθεί από το χερούλι της πόρτας και να με εμψυχώνει κι εγώ και καλά αμέριμνη να διασχίζω ίδια street killer τους δρόμους μέχρι το πράκτικερ.
Αισίως και αφού πέρασα ένα φανάρι με κόκκινο (δεν είδα κάν ότι έχει φανάρι) και αφού μπήκα με μπαντιές στο χώρο πάρκινγκ του πράκτικερ και πάρκαρα το αμάξι αριστοτεχνικά (σε χώρο που λογικά έμπαινε τριαξονική νταλίκα μαζί με το ρυμουλκό) μπαίνουμε μέσα και αρχίζουμε να ψωνίζουμε τα απαραίτητα για να εξοπλίσουμε το τουτου.
Πρώτα πήρα ένα τεράστιο Ν  να φαίνεται καλά (στον επιγραφοποιό που ζήτησα να μου το φτιάξει από νέον δεν βρήκα άκρη γιατί δεν μπορούσαμε να το συνδέσουμε με τον αναπτήρα ώστε να αναβοσβήνει γαμώτο) πήρα και πατάκια και φαρμακείο (αχρείαστο να 'ναι) πήρα και κάτι γελοίες ψάθες με τον τουϊτυ πορτοκαλί όσο δεν πάει, γυρναμε να βρούμε κι άλλα χαζά και μετά αποφασίζουμε πως ώρα είναι να φεύγουμε να προλάβουμε να γυρίσουμε πριν νυχτώσει σπίτι μην εκτεθούμε κιόλας νυχτιάτικα που δεν έχουμε ξανα σοφάρει στα σκοτάδια.
Άντε πάλι να πηγαίνουμε σα χελώνες να κορνάρουν οι από πίσω να βρίζουν μόλις προσπέρναγαν να μου σβήνει στα φανάρια και ν ακούω βρίσιμο να κοιτάω και στο πλάι το έτερον ήμισυ να δω αν κάνει παράκληση στον Αγιο Χριστόφορο τον προστάτη των οδηγών να μας πάει καλά στο σπίτι άντε να έχει πιάσει ήδη νύχτα κι εγώ να προσπαθώ ν ανάψω φώτα και να ανάβω τους γυαλοκαθαριστήρες. Να απορώ με τα μουλάρια που κόρναραν ενώ βλέπαν το μεγάλου μου Ν να βρίζω τους ταξιτζήδες που κάναν κουλά και μου κλείναν το δρόμο και επιτέλους κάποτε φτάνουμε στο σπίτι και αφού κάνω 3 φορές το γύρο του τετραγώνου καταφέρνω\ και βρίσκω το στόχο έεεεεεεεε το πάρκινγκ (έπρεπε να ζαλίσω το τετράγωνο πρώτα για να μου βγει σωστό το παρκάρισμα) και ευγνωμονόντας το θεό  που η πρώτη δοκιμή στέφτηκε με επιτυχία (ποιος ήρθε;) άραξα στο μπαλκόνι κάνοντας ασκήσεις γιόγκα (στο έτερον ήμισυ για να ξεπεράσει το ψυχολογικό τραύμα).
Κανείς για βόλτα?

(μετά από αυτό και με συνοπτικές διαδικασίες τις οποίες χαμπάρι δεν πήρα το τουτού επωλήθη αλλά εμένα μου είπαν ότι το κλέψαν νύχτα γιατί το είχα παρκάρει στην Κυψέλη... άτιμη κενωνία...)

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Καλοί μου γείτονες

Καιρό τώρα έχω τάξει να μιλήσω για τη γειτονιά μου - την καινούρια εδώ στην Κυψέλη όχι την παλιά εκεί στο νησί αν και προτιμώ πραγματικά να μιλώ γι αυτήν - και θαρρώ πως ήρθε η ώρα του να γίνει κι αυτό - γιατί κακά τα ψέματα αναβολή στην αναβολή χάσαμε το τραίνο και άντε τώρα να περιμένεις να περάσει το επόμενο άσε που σε λίγο θ' αρχίσει και ο Βασίλης (πεσλακ) να δέρνει και δεν το αντέχω το ξύλο και είναι και μπρατσωμένος τρομάρα του - και να πάμε γι άλλα.
Μένω σε έναν κεντρικό δρόμο στην Κυψέλη, γεμάτο με παρκαρισμένα αυτοκίνητα και πολυκατοικίες του 1820 - δεν είναι τόσο παλιές αλλά σου δίνουν την εντύπωση ότι από κάπου θα σκάσει μύτη η Μπουμπουλίνα και ο Κολοκοτρώνης μπαρουτοκαπνισμένοι, τόσο γκρίζες είναι - και στις πολυκατοικίες αυτές ζουν ή έχουν μαγαζιά λογιών λογιών βλαστάρια.
Πολλοί αλλοδαποί όπως σε όλη την Κυψέλη, Έλληνες που μένουν σε διαμερίσματα πληρώνοντας ενοίκιο στους αλβανούς που τα έχουν αγοράσει, καταστηματάρχες που σκοτώνουν την ώρα τους λόγω αναδουλειάς στην πόρτα του καταστήματος τους βγάζοντας και τη σφεντόνα που και πού μπας και πετύχουν κανέναν και μπει στο μαγαζί να ψωνίσει.
Ο ψιλικατζής - ο ένας από τους δυο - ο Βαγγέλης τύπος κλασικός και βαριεστημένος. Αραχτός να κλαίει τη μοίρα του που τον έκανε ψιλικατζή και παιδεύεται όλη μέρα - κλαίγεται αλλά δεν το πουλά το ρημάδι να το αγοράσω εγώ να κλαίω κι εγώ τη μοίρα μου μετά και να κονομάω τρελά αραχτή και άνετη δίπλα στο σπίτι μου ακριβώς - και σιχτιρίζει την τύχη του "που αυτός όλη μέρα πουλά μαλακίες ενώ η γυναίκα του η Ελένη το ξύνει στο σπίτι" - δε μου εξήγησε όμως ποτέ το πως γίνεται η έρμη η γυναίκα να το ξύνει με δίδυμα παιδιά και όλες τις άλλες δουλειές που τις φορτώνει ο Βαγγελάκης της  που "αει σιχτίρ καμιά μέρα θα τον στείλω για τσάι έτσι γκρινιάρης και υποχόνδριος που είναι ο βλάκας" που λέει και η γυναίκα του η Ελένη.
Χαρακτηριστικές φιγούρες και οι δυό τους. Ο Βαγγέλης είναι και φιλόμουσος τρομάρα του. Μαθαίνει κιθάρα να σκοτώνει την ώρα του και δε μπορώ να πω, παρόλο που τα αυτάκια μου μαθημένα στις φιλαρμονικές της Κέρκυρας κακοποιούνται βάναυσα από τους ήχους του κάνει φιλότιμες προσπάθειες.
Δίπλα του ακριβώς ο κύριος βουλκανιζατέρ ταλαιπωρεί μια κρητική λύρα. Ή μάλλον ταλαιπωρούσε πριν λίγο καιρό. Γιατί μια μέρα δεν άντεξα... μόλις τους άκουσα - ψιλικατζή και βουλκανιζατέρ - να παίζουν ντουέτο το "Δυο φάλτσα και μια στριγκλιά για λύρα και κιθάρα  τους είπα ατάλαντους και βιαστές της μουσικής οπότε ο βουλκανιζατέρ που πίσω από τη μουστάκα - τρομάρα του είναι σα μπακαλιάρος με μουστάκι - είναι ευαισθητούλης σταμάτησε να παίζει. Ή τουλάχιστον δεν παίζει όταν σκάω μύτη εγώ στη γειτονιά. Όχι θα τον άφηνα.
Τις καθημερινές οι γείτονες μου έχουν μια βαριεστημάρα τρομερή θαρρείς και σκέφτονται συνεχώς το άν θα αυτοκτονήσουν από ανία ή αν θα συνεχίσουν να σέρνουν τα πτώματα τους στο δρόμο αυτό της Κυψέλης που είχε την τύχη ή την ατυχία να τους φιλοξενεί.
Τα μαγαζιά - εκτός του ψιλικατζίδικου του Βαγγέλη  - 9 το πρωί είναι κλειδαμπαρωμένα και εφτασφράγιστα και οι ιδιοκτήτες ράθυμοι και αγουροξυπνημένοι - είπαμε αν έχετε άγνωστες λέξεις ανοίχτε και κάνα λεξικό να ξεστραβωθείτε βούδια - μαζεύονται στον ψιλικατζή και χασμουριόνται ομαδικώς μέχρι ο καϊφές που παρανόμως ψήνει ο Βαγγελάρας τους φτάσει ως τη φτέρνα. Μόλις αρχίσει και στις φλέβες τους τρέχει καφεΐνη τότε σαν από θαύμα αρχίζουν να κινούνται σαν τα μερμήγκια και κυνηγάνε πάλι τους πελάτες με τις σφεντόνες που λέγαμε στο ΠΑΡΤ ΟΥΑΝ. Ανάμεσα στο κυνήγι κάνουν και διαλείματα για κοινωνική κριτική -  "για δες ρε Βαγγέλα τη χοντρή που κατέβασε πάλι τα σκουπίδια με το νυχτικό και είναι τρομάρα της σα να έβγαλε βόλτα το αντίσκηνο" , "ε ρε και να μουνα φούρναρης να τη ζυμώσω τη μικρή του φούρνου να δει πως τα πλάθουν τα κουλουράκια που αυτά που μας πουλάει είναι σαν τα τούβλα του Κώστα δίπλα στη μάντρα οικοδομών". Τώρα θα μου πείτε... έχει φάει τα τούβλα του Κώστα ο βουλκανιζατέρ και μπορεί να κάνει σύγκριση τρομάρα του; Τι να σας πω θα σας γελάσω...
Δίπλα τους η κυρια Windows - όχι δεν έχει σχέση με υπολογιστές, όλη μέρα πρωινάδικα βλέπει και βραζιλιάνικες σειρές, απλά πούλα πορτοπαράθυρα - σεργιανά τη γειτονιά φτιάχνει το μπούστο για να μπορεί ο βουλκανιζατέρ να παίρνει μάτι καλύτερα και κάθεται αραχτή και φαινομενικά ήσυχη όταν σκάει μύτη ο κύριος windows ΄στο μαγαζί. Μόλις φύγει, βγαίνει πάλι στην πόρτα και χουφτώνει τα στήθια με νόημα πριν αρχίσει πάλι να τα τακτοποιεί με κλίση προς τα έξω και προς τέρψιν του βουλκανιζατέρ.
Απολαμβάνω να τους χαζεύω, να τους πειράζω και να τους τσιγκλάω. Μα η μεγαλύτερη απόλαυση είναι όταν τους βάζω να τσακώνονται μέσα στο ψιλικατζίδικο αρχίζοντας τα σχόλια για καταπιεσμένες γυναίκες και άντρες θύματα - συνταγή που παραδόξως πιάνει πάντα και που κάθε φορά αναγκάζουν τον ψιλικατζή να αναστενάζει όταν βλέπει ότι δεν μπορεί να επιβάλει την τάξη ώστε όλοι ν' ακούνε τη μίρλα για τη γυναίκα του.
Στην απέναντι πολυκατοικία η κατάσταση παραμένει περίεργη. Τα φαντάσματα του πρώτου ορόφου - αντρόγυνο είναι μάνα και γιος είναι θα σας γελάσω μένουν κλεισμένοι όλη μέρα στο σπίτι με τα παράθυρα κλειστά δε μιλούν ποτέ σε κανέναν και όταν σπανίως ανοίγουν παράθυρο ή βγουν στο μπαλκόνι έχουν και οι δυο μια ξινίλα στη μούρη λες και τους τάισες χαλασμένο ρυζόγαλο - αυτούς θα πρέπει να τους ερευνήσω λίγο γιατί πολύ μου τη σπάει που δεν ξέρω τι γίνεται.
Στον τρίτο μένει η χαρτορίχτρα - 60αρα χωρισμένη πρόσφατα που ντύνει τα 150 της κιλά με κάτι κουρτίνες με λάστιχο στο στήθος βγαίνει στο μπαλκόνι και χαίρεται όλη η γειτονιά τα κάλλη και την κυτταρίτιδα των μπουτιών της. Ίσα με 3 παράθυρα ντύνω με κάθε της φουστάνι. Προχθές μάλιστα εκείνο το εμπριμέ πολύ με άρεσε και να θυμηθώ να τη ρωτήσω αν το πουλά. άλλο φρούτο αυτή πάλι κάθεται και ξεματιάζει και σταυρώνει τον άνεμο και μουρμουρίζει ξόρκια προς το δρόμο - αποφεύγω να την πολυκοιτάω μη μας κάνει και τπτ βουντού μουντού και τρέχουμε οι άνθρωποι - που κακό να μη μας βρει και φάουσα και κακό γαρμπούνι να πιακει τσου οχτρούς μας (κερκυραϊκές κατάρες είναι αυτές μη ψάχνεις το λεξικό τώρα).
Και δίπλα της μένουν οι σεισμόπληκτες γιαγιάδες. Μια ομορφιά και οι δυο μαζί και μια απόλαυση να τις παρακολουθείς όταν παλεύουν στο μπαλκόνι με τις τρεις και μισή γλάστρες με λουλούδια που έχουν. Αυτές που λέτε...


(απόσπασμα από ένα πολύυυυυυυυυυυυυ μεγαλύτερο κείμενο με θέμα μια γειτονιά κάπου στην Κυψέλη... κάπου, κάποτε, ίσως δημοσιευθεί ολόκληρο)

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Τα παιδία παίζει...

Εδώ και ώρα παρακολουθώ το έτερον μου ήμισυ να κοπανιέται στο playstation να παίζει Teken και να φωνάζει περιχαρής κάθε τρεις και λίγο ναιιιιιιιιιιιιι τον ξέσκισα ή φτου σου γαμώτο με τσάκισε πάλι - αυτό το δεύτερο περισσότερες φόρες εχεχε - και μεγάλη εντύπωση μου κάνει το πως γίνεται ψύχωση τελικά μια τόσο βλακεία παιχνίδι που δε σου δίνει περιθώρια πολλά για σκαμπουλινιές, κλεψίματα, αναταραχές και καβγάδες.
Ώρες ολόκληρες καρφωμένοι μικροί και μεγάλοι μπροστά σε μια οθόνη να τρώνε ξύλο από μια γκόμενα με μπικίνι ή από έναν χοντρό του σούμο με τα ψηφιακά  κολαράκια να κουνιόνται δεξιά αριστερά σε κάθε κίνηση και το μπινελίκι να πέφτει σύννεφο όταν ο εικονικός ήρωας τους ταβλιάζεται και δε μπορεί να σηκωθεί.
Βγες παιδάκι μου να παίξεις κάνα μπάσκετ πάμε να παίξουμε κυνηγητό και κρυφτό στους δρόμους της Κυψέλης να το ευχαριστηθούμε ένα πράμα. Μα τι λες τώρα που κοτζαμάν άντρας θα κυνηγιέμαι σα μαθητούδι στους δρόμους.
Αυτό μας μάρανε τρομάρα μας. Το ότι γίναμε κοτσαμάν άντρες και γυναίκες. Θα μου πείς στο σπίτι μέσα με το χαζοκούτι και το χειριστήριο στο χέρι ποιος μας βλέπει να ξέρει ότι το ρημάζουμε;
Μη μου πεις όμως ξανά ότι μεγαλωσαμε και σοβαρέψαμε και κάποια πράγματα δεν είναι για μας γιατί να ξέρεις θα σου τραβήξω ντιλιτ σε όλες τις κάρτες μνήμης και να σε δω μετά πως θα  παίζεις Μπαμπλ μπαμπλ και τέκεν και ας χτυπάς τον κώλο σου κάτω.
Προσωπικά μου έχει λείψει τρομερά το να βγω στη γειτονιά να παίξω μήλα, κρυφτό, κλέφτες και αστυνόμους και να κάνω χαζά.
Όταν ήμουν στο δημοτικό θυμάμαι ξεσκιζόμασταν καθημερινά πότε θα τελειώσουμε το διάβασμα για να τρέξουμε στην αλάνα. Συνήθως παρατάγαμε τις τσάντες του σχολείου στην κουζίνα πετάγαμε σαν δικαιολογία ένα "διάβασα στο σχολείο" και ξεχυνόμασταν ομαδικώς για μήλα και κυνηγητό. Η χαρά μου ήταν να κοπανάω στα μήλα τη μπάλα στο κεφάλι του Σάκη γιατί αυτό αμέσως γινόταν το σύνθημα για ατελείωτο κυνηγητό μιας και ο Σάκης νευρίαζε όταν εγώ κορίτσι και μια σταλιά σκατό - 3 χρόνια μεγαλύτερος ο Σάκης και παιδικός μου έρωτας το έπαιρνε βαρέως όταν τον κοπάναγα - κατάφερνα να τον πετύχω και μάλιστα στο κεφάλι.
Κοριτσίστικα παιχνίδια δεν έπαιζα. Πρώτον γιατί πολλά κορίτσια δεν είχε η γειτονιά οπότε εγώ έπαιζα με τους φίλους του αδελφού μου - και μεγαλύτερη ήθελα να παίζω μαζί τους αλλά με βλέπαν σαν αδελφή πλέον γαμώτο και μου έμεινε το απωθημένο - και πολύ με χάλαγαν αυτά τα κοριτσίστικα με τις κούκλες και το άντε να μαγειρέψουμε να φάει η Μπάρμπι - που το σκασμό να βγάλει η Μπάρμπι και ο Τζον τζον και η Σίντι με τον άλλον τον καραγκιόζη τον Κεν.
Μ' άρεσε να παίζω κλέφτες και αστυνόμους, ποδόσφαιρο και να κάνω ποδήλατο και πατίνια στο δρόμο. Τραυματικές εμπειρίες με τα πατίνια και το ποδήλατο. Όχι για μένα όσο για τη μάνα μου που μ' έβλεπε με τα πατίνια στα πόδια και γαντζωμένη από το ποδήλατο πότε του Σάκη πότε του αδελφού μου να τρέχω βολίδα στο δρόμο - που εδώ που τα λέμε δίκιο είχε η γυναίκα γιατί πέρναγαν πολλά αυτοκίνητα και μάλιστα με ταχύτητα από το δρόμο αυτό - και να σαβουρδίζομαι ξαφνικά γιατί βρήκα χαλίκι και δεν πρόλαβα να σταματήσω.
Στην πέμπτη δημοτικού απόκτησα και το πρώτο μου παράσημο στο γόνατο. Μια πληγή τεράστια από σαβούρδισμα σε κατηφόρα χωματόδρομο που ακόμη και τώρα φαίνεται το σημάδι της έτσι για να μου θυμήζει αξέχαστες στιγμές γέλιου όταν κατέβαινα βολίδα το χωματόδρομο με το ποδήλατο και λυγμών όταν σαβουρδίστικα και μου έριχνε η μάνα μου οιώδιο στην πληγή για να την απολυμάνει. Εκείνη τη μέρα μου τρύπησε και τα λάστιχα του ποδηλάτου που την επομένη φυσικά ήταν πάλι γερά και φουσκωμένα μιας και εγώ φρόντισα  να κλαφτώ στον μπαμπάκα μου και να μου τα ξαναφτιάξει, αμ πως.
Η μάνα μου είχε πάντα της καημό ότι συμπεριφερόμουν σαν αγοροκόριτσο - γι αυτό με κούρευε τακτικά σαν τη Βουγιουκλάκη σε εκείνο το έργο που τη φώναζαν Πίπι, τίτλο δε θυμάμαι - και προσπαθούσε πάντα να με πείσει να παίξω κοριτσίστικα παιχνίδια. Μου κουβαλούσε κούκλες - που κατέληγαν κοντοκουρεμένες και βαμένες με τα χρώματα του Ολυμπιακού - λάστιχο για να παίζω στο σχολείο - που πάντα όλο και κάποια σφεντόνα θα φτιάχναμε με τον αδελφό μου, το υπόλοιπο το χρησιμοποιούσα για να σκοτώνω μύγες συνήθως - και σκοινάκι που εντάξει όλο και έκανα γιατί γούσταρα που χοροπηδούσα ειδικά όταν μαζί μου χοροπηδούσε και κάποιος άλλος από την αγοροπαρέα.
Τώρα που το σκέφτομαι τελικά είχε δίκιο η μάνα μου. Αγοροκόριτσο ήμουν αλλά πολύ το χαιρόμουν. Στο κάτω κάτω ευχαριστιόμουν παιχνίδι. Κάτι που τα σημερινά παιδιά δεν το καταλαβαίνουν.
Ωραία παιχνίδια παίζαμε και στο γυμνάσιο και στο λύκειο και πολλές αναμνήσεις μαζεύονται ξαφνικά και θέλουν να αποτυπωθούν αλλά αυτά σε επόμενη εγγραφή γιατί το έτερον ήμισυ χρειάζεται εμψύχωση για να νικήσει την ψηφιακή γκόμενα που τον έχει σαπίσει στο ξύλο.
σμουτσ

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Τι σου κάνω μάνα μου


Σε προηγούμενη δημοσίευση μου ο Γιάννης Δ. σχολίάσε ότι στην Κυψέλη (και φαντάζομαι ότι αυτό ισχύει για όλες τις πυκνοκατοικημένες περιοχές των Αθηνών) έτσι να απλώσεις το χέρι σου φτάνεις να τσιμπολογήσεις τη μακαρονάδα του απένταντι σπιτιού. Και σκέφτηκα πως πλάκα πλάκα πόσο δίκιο είχε όταν θυμήθηκα μια σκηνή απείρου κάλλους που είδα πριν πολύ καιρό σε μια γειτονιά στο Γκύζη που μέναμε όταν πρωτοεγκατασταθήκαμε στην Αθήνα. Ζούσαμε τότε σε ένα μικρό ισόγειο διαμέρισμα που για να φτάσεις εκεί έπρεπε λίαν επιεικώς να έχεις κάνει λοκατζής - τόσο μεγάλη ανηφόρα είχε - κι εγώ που εκτός από στρουμπουλή κι αφράτη είμαι και μανιώδης καπνίστρια από τα μικράτα μου - χτικιό θα βγάλεις μου φώναζε η γιαγιά μου όταν μ' έβλεπε με τα τσιγάρα στα χέρια στα 15 μου - για να φτάσω στο σπίτι έκανα πολλές στάσεις ανεβαίνοντας, για να φτύσω 3 πακέτα κάμελ και να πάρω κουράγιο ασθμαίνοντας να συνεχίσω την αναρρίχιση.
Σε μια απο αυτές τις στάσεις μου είδα σε ένα δρομάκι κάθετο στη Βαρβάκη που διέσχιζα εγώ προς το σπίτι δυο γιαγιάδες σε δυο αντικρυστά μπαλκόνια να μιλάνε και να κουτσομπολεύουν - τσίριζαν κιόλας και άκουγα ακριβώς τι έλεγαν αλλά δυστυχώς δεν είχε ψωμί η δουλειά οπότε δεν κατέγραψα τη συνομιλία - και εκεί που ωραία τα λέγανε μπαίνει ξαφνικά η μια μέσα βγαίνει σε λίγο πάλι με ένα φτυάρι ξύλινο - από αυτά που χρησιμοποιούσαν παλιά για να βγάζουν τα ταψιά από τους φούρνους - στο ένα χέρι και με ένα πιάτο στο άλλο. Και εκεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου τη βλέπω με μεγάλη μαεστρία να ισορροπεί το πιάτο πάνω στο φτυάρι να απλώνει το φτυάρι προς το απέναντι μπαλκόνι και να δίνει στην άλλη γιαγιά το μεσημεριανό μεζέ. Για δες λέω εφευρετικότητα οι γιαγιάδες... Που να κατεβαίνουν κάτω να παλεύουν με κουμπιά ασανσέρ αυτοκίνητα και ιστορίες; Λύσαν το πρόβλημα τους και τα πινάκια μεταφέρονται ανέτως και αυτές συνεχίζουν αμέριμνες με τις λουλουδάτες νυχτικιές τους να κάνουν κοινωνική κριτική στα δρώμενα - και στην κόρη του ψιλικατζί που πολύ σουρλουλού και γλωσσού είναι ρε παιδάκι μου και κάθε βράδυ γυρνά ξημερώματα και την είδα εγώ Τασία μου που γύρισε απόψε στις 4 με τον ξεβράκωτο τον απέναντι και άμα βρεί γαμπρό αυτή εμένα να με θάψουνε χωρίς τη μασέλα μου - και να απαρυθμούν τα χάπια που είπιαν από το πρωί.
Το ίδιο γίνεται και στο νησί. Με μεγάλη μαεστρία έχουν καταφέρει στα στενά καντούνια στην παλιά πόλη να κάνουν ανταλλαγές προϊόντων και άπλωμα της μπουγάδας από τοίχο σε τοίχο - όπως δείχνει εκείνη η διαφήμιση της Κλινέξ που η χοντρή η στρίγγλα το σκίζει το σεντόνι, σκέψου δλδ τι τραβάει ο άντρας της, γιατί όχι να το παινευτούμε αλλά στα καντούνια τση Κέρκυρας γυρίστηκε η διαφήμιση αυτή - και να έχουν καταργήσει προ καιρού τώρα τα ανεβοκατεβάσματα. Ένας παιδικός φίλος ο Γιάννης, είχε βάλει σανίδια μέχρι το απέναντι μπαλκόνι για να μπορεί να στριμώχνει τα βράδυα τη Μαριλένα που πολύ τη γούσταρε αλλά τον σάπιζε στο ξύλο ο πατέρας της όταν τον έπιανε να της μιλά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Βίος και πολιτεία η Μαριλένα και ο Γιάννης. Αυτός έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του κάθε φορά κι αυτή έτρωγε τα ηρεμιστικά σαν καραμέλες για να εκφοβίσει τους δικούς της. Πέντε απόπειρες είχε κάνει για το Γιάννη και αφού τον παντρεύτηκε με το έτσι θέλω - είδαν και αποείδαν οι δικοί της σου λέει θα το χάσουμε το παιδί΄κι έτσι είπαν το ναι - στους τρεις μήνες τον χώρισε γιατί λέει δεν ήταν αρκετά άντρας γι' αυτήν - που πως να' ναι ο χριστιανός μετά από τόσα ακροβατικά και τόσο ξύλο;
Στην Κυψέλη τώρα - για να μη ξεχνίομαστε κιόλας, άλλη φορά περί Μαριλένας και Γιάννη - ώρες ώρες έχω την αίσθηση ότι έτσι που είναι δομημένη η γ@μημένη , είμαστε όλοι μια μεγάλη παρέα που κάθε απόγευμα πίνουμε καφέ μαζί. Βγαίνω εγώ στο μπαλκόνι και κερνάω κουλούρι την απέναντι που λέει ο λόγος. Ακούς τι λέει ο διπλανός ακούς τι κάνει πως βήχει ποιος ροχαλήζει ποιος πηδάει τη γυναίκα του και αν αυτή έχει φέικ οργκασμ ή όντως ο Τάκης της ταράζει τα νερά. Ακούς τον αποπάνω πότε πλένεται - καθαρό το παλικάρι δε μπορώ να πω σαν τις πάπιες ένα πράμα όλη μέρα στα νερά - ακούω τη σπιτονοικοκυρά στον τρίτο που βάζει κλαρίνα - γαμώ το Σαλέα μας γαμώ - ακούω και το γιό της στο υπόγειο που το έχει κάνει γαμιστρώνα όταν τρέχει τα ξημερώματα να κατουρήσει την αυλή γιατί το σπίτι του είναι στον τρίτο και χωρίς ασανσέρ που να τρέχεις με τα σώβρακα που περιμένει και το θηλυκό τστιστίδι να το αποφτώσεις.
Ακούω γενικώς τα πάντα. Κι αυτά που θέλω - γιατί είπαμε είμαι εκτός από τρελή και κουτσομπόλα - ακούω και αυτά που δε θέλω. Προχθές άκουσα τον διπλανό. Ο έρμος βόγγαγε έσκουζε ξεφυσούσε. Λέω κι εγώ καλά περνά η μανταμίτσα του. Αμ δε. Δυσκοίλιος είναι ο έρμος και να θυμηθώ όταν τον δώ να του δώσω καμιά συμβουλή μπας και γλιτώσουμε από τα βογγητά του.
Κατά διαστήματα ακούω και τους εξ αριστερών μας που επιδίδονται σε γυμναστικές επιδείξεις - ασκήσεις εδάφους εδάφους επί του στρώματος και επί του καναπέος. Την τελευταία φορά που τους άκουσα ήταν 4 και κάτι το πρωι. Αυτός βογγούσε κι έσκουζε - όχι δεν είχε κι αυτός δυσκοιλιότητα - κι αυτή ξεφώνιζε σα να την είχε πιάσει από το λαιμό. Και δώστου να βογγά αυτός και δώστου να τσιρίζει αυτή και ξαφνικά μέσα στην όλη ταραχή που μας προκάλεσε αρχίζει και τα χαριτωμένα "Τι σου κάνω μάνα μουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ" και να του απαντά αυτή με όλο της τον οίστρο "Με γ@μ@ς" και να ξαναλέει αυτός "Ναι σε γ@μ@ω και σ' αρέσει" - αμα δεν της άρεσε ρε μπαγλαμά θα έφευγε - και άλλα τέτοια ωράια.. Και εκεί που έτοιμη ήμουν να δώσω την κατάλληλη απάντηση κι εγώ και να τους μπινελικώσω άγρια που μας ξύπναγαν - τα σκατόπαιδα μας ερέθισαν βραδιάτικα - ακούγεται μια φωνή βγαλμένη θαρρείς από το υπερπέραν νυσταγμένη βραχνή και με 7 κιλά αγριάδα - αντρική ήταν απ' ότι κατάλαβα μετά - να φωνάζει "Αυτήν την γ@μ@ς και της αρέσει, αμά σε πιάσω ρε κερατά που μας ξύπνησες βραδιάτικα και σε γ@μισω κι εγώ θα σου αρέσει; 'Αντε ρε κερατά να δω τώρα ποιος θα ξανακοιμήσει τη γυναίκα μου που ξύπνησε και θέλει κι αυτή κοκο".

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Το τηλεμάρκετινγκ η χοντρή και τα τρια κακά της μοίρας τους

Πείτε με στραβή πείτε με ανάποδη. Πείτε με στην τελική όπως γουστάρετε αλλά ρε παιδία δε μπορώ. Όποτε με πέρνουν τηλέφωνο για τηλεμάρκετινγκ βγάζω σπυριά φλύκταινες καντήλες και μου έρχετε ν' αρχίσω τα καντήλια. Το αποφεύγω βέβαια συστηματικά στην προσπάθεια μου να είμαι όσο το δυνατόν πιο ήρεμη και να μη χαλάω το φεγκσούι μου και τις άλλες τέτοιες αηδίες που και καλά θα με κρατήσουν σε νιρβάνα αλλά δε μπορώ φουντώνω όταν το ρημαδοτηλέφωνο χτυπά και μάλιστα με απόκρυψη.
Σε γενικές γραμμές τηλέφωνα με απόκρυψη αποφεύγω να απαντήσω. Πάσχω σοβαρά από αποκρυψήτιδα και η κατάσταση μου είναι ανίατη. Ας όψετε όμως το ότι έχω μια μάνα και έναν πατέρα στα ξένα και που το τηλέφωνο τους εγκατεστημένο από τον καιρό του μεσοπολέμου βγαίνει πάντα με απόκρυψη. Έτσι πες η ανησυχία πες η περιέργια το σηκώνω το ρημάδι. Και όταν είναι όντως κάποιος που λαχταρώ ν ακούσω όλα καλα΄. Αντε τώρα να είναι βράδυ ή πρωί που θες να ησυχάσεις και να χτυπά το γ@μημένο με απόκρυψη.  Και εκεί που όλο ευγένεια και προσμονή του τι θ 'ακούσεις λες το "παρακαλώ" να σου λέει ο άλλος ότι σε πήραν για έρευνα για καταμέτρηση για πωλήσεις για ασφάλεια (τρέμε πριγκήπησσα και βάρδα καραμήτρο μην πάρεις κάνα βράδυ για να με ασφαλίσεις).
Η μοίρα το έφερε κάποια στιγμή να δουλέψω κι εγώ σε τηλεπωλήσεις - άτιμη κενονία που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους κατεβάζεις στα τάρταρα - και δε σας κρύβω ότι από κει αποκόμησα δυο τινα.. Πρώτον ότι θα μπορούσα να κάνω καριέρα στο συγκεκριμένο επάγγελμα - φτου μου τρομάρα μου - και δεύτερον ότι τελικά οι τηλεφωνήτριες τηλεπωλήτριες και όλες οι άλλες τηλε-ιτριες δεν είναι πλάσματα που αυτοσκοπός τους είναι να σε βασανίσουν και να σου σπάσουν τα νεύρα αλλά συμπαθέστατα πλάσματα που παλεύουν για τρεις κι εξήντα καθημερινά ακούγοντας βρίσιμο καμάκι τηλεφωνικό και τέτοια άλλα ωραία.
Αποφάσισα λοιπόν μετά την αποχώρηση μου - 3 μήνες άντεξα - από τον κλάδο των τηλε-ιτριων ότι θα είμαι πιο ευγενική την επόμενη φορά που θα χτυπήσει το τηλέφωνο και κάποιος - κάποια - κακομοίρογλου θα προσπαθήσει να μου πουλήσει κάτι.
Δε μπορώ όμως βρε παιδιά. Δεν το αντέχω. Και άντε με τους ερευνητάς και τους γκαλοπάδες κάτι πάει κι έρχεται. Με τους τραπεζοτηλεφωνητές πάλι κάπως το αντέχω. Πετάω και ένα σας ευχαριστώ αλλά πήραμε και της περισσότερες φορές ξεμπλέκω γρήγορα.
Εκεί όμως που έρχομαι και γίνομαι εντελώς κάφρος είναι με τις τηλεφωνήτριες από τα απαντα΄χού κέντρα αδυνατίσματος. Οι ρουφιάνες μιλάμε έχουν κάνει εκπαίδευση τρίτου Ράιχ και δε μασάνε. Θαρρείς και το κάνουν επίτηδες λές και σε παρακολουθούν και σε ΄καλούν στις πιο ακατάλληλες στιγμές.
Η τελευταία πήρε σήμερα το πρωι. Σε ώρα που εγώ βρισκόμουν εκεί που και ο βασιλιάς πηγαίνει μόνος του. Σε ώρα που το μόνο που δε με απασχολούσε ήταν το άν έχω ορισμένα κιλά παραπάνω - δεδομένου ότι το σπίτι είναι καλής κατασκευής και τα είδη υγιεινής μας καθόλου ετοιμόροπα αντέχουν καλα.
Βγαίνω σηκώνω το τηλέφωνο με την ψυχή στο στόμα γιατί είναι και επίμονα τα μανάρια μου Παρακαλώ λέω ξεφυσώντας από τα Νιου Νταίη μου λέει μια μαντάμ από την άλλη μεριά που τη φανταζόμουν με μαλλί φουσκωτό 50άρα και ντυμένη σα να πήγαινει στο μέγαρο πρωί πρωί. Λυπάμαι πολύ πήρατε σε ακατάλληλη ώρα ξεφυσάω εγώ , ω με συγχωρήτε θα ξαναπάρω αργότερα απαντά η μαντάμ ωραία λεω από μέσα μου γλυτώσαμε και μπαίνω σε μπαθ μόουντ - τρομάρα μου - και ετοιμάζομαι για αφρόλουτρα και τα λοιπά που κάνει μια αξιοπρεπής κατίνα όταν μένει Σάββατο πρωι μόνη στο σπίτι.
Δεν προλαβαίνω η έρμη να βάλω το ένα πόδι στη μπανιέρα ντριν πάλι το ρημάδι. Τρέχω πάλι - γιατί είπαμε έχουμε και μάνα και πατέρα στην ξενητιά και συμπτωματικά σήμερις και άντρα στους δρόμους- το σηκώνω, και ναί να σου πάλι η μαντάμ. Κυρία μου από τα Νιου Νταίη είμαι πάλι. Είναι καλή η ώρα να μιλήσουμε τώρα; Συγκρατώ με τα βίας όλο το κατεβατό με τους χαρακτηρισμούς τους καννιβαλισμούς και γενικώς όλο τον οχετό που μου έρχεται στο στόμα, παίρνω βαθιές αναπνοές και με ήρεμο τρόπο - ενώ παράλληλα τσάκιζα με το βλέμμα το δολοφονικό 3 ποτήρια και το τζάμι της απέναντι - προσπαθώ να τις εξηγήσω ότι δεν μπορώ να μιλήσω τώρα ότι γενικώς δε με ενδιαφέρει το δώρο που μου δίνει - ναι γνωστό το κόλπο, δώρο μια επίσκεψη όπου αφού πας σαν κορόιδο να το πάρεις σου βγάζουν ένα κατεβατό με ατέλειες και σου προτίνουν μέχρι και ποιό παιδί θα σου πάρουν για να σε κάνουν και σένα μια μαντάμ - και ότι καλή σας μέρα καθόλου δε χάρηκα που κρύωσε το νερό στη μπανιέρα έρχεται η μανταμ και μου υπενθυμίζει πως ως γυναίκα σίγουρα έχω ανάγκη από αδυνάτισμα και πως μια περιποίηση προσώπου σώματος και θα με κάνει να νοιώθω πιο όμορφη αλλά και ο κύριος Τάδε - τον ήξερε προσωπικά τον άντρα μου; και αν ναι τι της είχε πει που δεν ήξερα; - πολύ θα το εκτιμούσε να με δεί ανανεωμένη.
Και εγώ τώρα αναρωτιέμαι. ΠΟΙΟΣ ΡΟΥΦΙΑΝΟΣ ΚΑΡΦΩΣΕ; που στο καλό ξέρει αυτή η μαντάμ ότι εγώ χτές βραδυ μετά τα σουβλάκια τσάκισα το γαλακτομπούρεκο; Που είναι η ρουφιάνα και το βλέπει ότι θέλω καθαρισμό;
Ξεφορτώθηκα τη μαντάμ μετά από αυτό με συνοπτικές διαδικασίες και αφού φυσικά τις είπα κάνα δυο γλυκά λογάκια.Και έμεινα με το αφρόλουτρο να κρυώνει με το τηλέφωνο κατεβασμένο να μην ξανακουδουνίσει και με τη μούρη κολημένη στον καθρέφτη να κοιτάω αν έχω μαύρους πόρους που φάινονται μέχρι την Πατησίων και με την απορία φυσικά που στο καλό είδε η άλλη η βλαμμένη τη ζυγαριά μου ότι βογγηξε.
Τώρα απλά περιμένω αγκαλιά με το γαλακτομπούρεκο το σύζυγο να γυρίσει. Θα κάνω μαζί του μια σοβαρή συζήτηση γιατί όπως και να το κάνουμε δε μπορεί να τα λέει στη μαντάμ και να παραπονιέται και να παίρνει αυτή τηλέφωνο να μου σπάει τη ψυχολογία και το ηθικό.
Γαλακτομπουρεκάκι κανείς;

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Τι είναι η πατρίδα μου οεοοοοο?


Μέρες τώρα ψάχνω να βρω ευκαιρία να απαντήσω σε μια άλλη τρελή που με ρώτησε γιατί δεν φεύγω για το νησί μου - κάπως έτσι το θέσαμε το ζήτημα - όταν σε ανάλογο δικό της ποστάρισμα αναρωτιόμασταν τι σκατά κάνουμε τελικά εδώ στην Αθήνα αφού νοσταλγούμε τόσο τον τόπο καταγωγής μας. Αγαπητή Τρελή το ακόλουθο κείμενο αφιερωμένο σε σένα λοιπόν και ελπίζω να βρείς τις απαντήσεις σου.
Τι είναι η πατρίδα μου;
Η πατρίδα μου είναι ένα νησί στο ΒΔ μέρος της Ελλάδας, που βρέχεται γύρω γύρω - γι' αυτό το λένε και νησί - από θάλασσες που όσο περνά ο καιρός γίνονται βρωμερές και σιχαμερές κατά πλειοψηφία, στις οποίες μπορείς να βρείς θαλασσινούς μεζέδες και αλβανούς λαθρομετανάστες - αυτοί οι τελευταίοι δεν τρώγονται. Το κλίμα της είναι ανυπόφορο γιατί τώρα τα τελευταία χρόνια η κάθε κουτσή μαρία έχει πάρει αυτοκίνητο και πήζει το νησί στο καυσαέριο - τι Αθήνα λοιπόν τι Κέρκυρα το ίδιο και το αυτό.
Οι κάτοικοι της αξιαγάπητοι κανταδώροι και καλλιτέχνες  - στη λαμογιά και στην αρπαχτή -  ξέχασαν τα καλά που τους προσέφερε το νησί και ο τουρισμός εν γένει και με μεγάλη επιτυχία το έριξαν στην άρπακόλλα. Ασχολούνται κυρίως με το πως θα χτίσουν περισσότερες ξενοδοχειακές μονάδες της κακιάς ώρας και πως θα πλουτίσουν μέσα σε ένα καλοκαίρι ευελπιστώντας πως έτσι τον υπόλοιπο χρόνο θα μπορέσουν να κάθονται στο Αχίλλειο να ξύνουν τ' αρχίδια του Αχιλλέα που είπε και κάποιος όνομα και μη χωριό.
Τα παλιά τα χρόνια η πατρίδα μου ήταν ένα κομμάτι της ελληνικής πατροπαράδοτης επαρχίας, με τις γειτονιές της τις γραφικές, τους ζεστούς φιλόξενους ανθρώπους, το πράσινο, τη θάλασσα και τις παραλίες χωρίς τις ξαπλώστρες και τον μπαρμπαγιάννη που πούλαγε τα παγωτά τα έβγα με το ποδήλατο ψυγείο στα πιτσιρίκια.
Και μετά εξελιχτήκαν τα πάντα. Ο μπαρμπαγιάννης πούλησε το ποδήλατο και πήρε περίπτερο και το έκανε μινι μάρκετ και άρχισε να γδέρνει πρώτα τους τουρίστες και μετά τους ντόπιους. Και εμείς όλοι οι κάτοικοι του νησιού ανακαλύψαμε πως με τον τουρισμό βγάζουμε χρήμα. Και παρατήσαμε τη γεωργία και κλείσαμε τα εργοστάσια μας - ναι είχε αρκετά η Κέρκυρα - και γίναμε τουριστικοί πράκτορες δασκάλοι του σκί - και του ξεσκί - και πλέον εξαρτώμασταν όλοι από τον τουρισμό
Στην πατρίδα μου εγώ εξασκούσα το επάγγελμα του γραφίστα και δούλευα αποκλειστικά με τους τουριστογδάρτες κοινώς όοοοοοολους αυτούς που περίμεναν το τρίμηνο του καλοκαιριού για να πλουτίσουν. Και όσο τους έγδερναν τόσο σταμάταγαν αυτοί να έρχονται στο νησί και να προτιμούν τ' άλλα νησιά και εμείς οι έρμοι οι γραφίστες να ψωμολυσσάμε αφού οι τουριστογδάρτες δεν είχαν πια μπικικίνια να δώσουν για να ανανεώσουν τα έντυπα τους και να ψάχνουμε με το κυάλι πελάτη να του τα αρπάξουμε κι εμείς και στο τέλος να πουλάνε οι τουριστογδάρτες τα υπερπολυτελή κοτετσοξενοδοχεία και να τα πέρνουν κυπριακές εταιρείες οι οποίες έφερναν από αλλού τα έντυπα.
Και να εμείς να στήνουμε καρτέρι για μια δουλειά και να οι τουρίστες να μας ξεφεύγουν - είχαν κάνει προπόνηση - και άντε μετά εσύ να έχεις περάσει τα πρώτα άντα και να ψάχνεις για δουλειά σε μια πατρίδα που μόνο αν φοράς μίνι μέχρι τον αφαλό - αυτά που είναι σαν ότι έχει απομείνει - και να βρίσκεις μόνο δουλειά με τρεις κι εξήντα κι αυτά τα εξήντα να τα σκέφτεσαι σαν την ηλικία σου αμεεεεεεεεεεε.
Αυτή είναι η πατρίδα μου. Που έχει βέβαια και τα καλά της, αλλά αυτά τα βλέπεις μόνο όταν έχεις ήδη εξασφαλίσει στην τσιμεντούπολη την Αθήνα τον άρτον τον επιούσιο. Και που τα θυμάσαι μόνο με κάτι ποσταρίσματα σαν το δικό σου τρελή μου με νοσταλγία και με ένα κόμπο στο λαιμό.
Γιατί όταν σκέφτεσαι ότι λόγω των τουριστογδάρτων έκλεισες εσύ το γραφειάκη σου, ξεσήκωσες το σπιτικό σου και άφησες πίσω σου πρόσωπα αγαπημένα... τότε λες ας μην τα θυμάμαι καλύτερα. Και κάθεσαι στα τσιμέντα να περιμένεις τη σύνταξη μπας και γυρίσεις πίσω και χαρείς και πάλι με κάποιον άλλο μπαρμπαγιάννη που θα πουλά παγωτά με το ποδήλατο.
Γιατί πως να το κάνουμε? Εκεί θα καταλήξουν κάποτε όλα τα νησιά αν οι κάτοικοι τους δεν πάρουν χαμπάρι πως με τρεις μήνες το χρόνο δε βγάζεις τα σπασμένα.
Υ,Γ.
Ίσως κάποιος να το διαβάσει αυτό το ποστ και να το δει ως δυσφημιστικό για την πατρίδα μου
Η Κέρκυρα είναι ωραία. Καταπληκτική. Για διακοπές. Αν έχεις την τσέπη γεμάτη. Αν ζεις εκεί... είναι ζόρικα όπως σε όλη την ελληνική επαρχία.

Σ.τ.Σ.
Από τότε που γράφτηκε το συγκεκριμένο κείμενο κύλισαν 5 και βάλε χρόνια... Από τότε άλλαξα ξανά πατρίδα, γειτονιά, δουλειά... Η πίκρα στο στόμα όμως παραμένει ίδια.
Αφιερωμένο σε όσες πατρίδες με μεγάλωσαν και σε όσες ενδεχομένως με γηροκομήσουν... 

Το ΚΕΠ και η αλλαγη φύλου


Είχα σκοπό μέσα από αυτό το μπλογκ να σταματήσω να διαμαρτύρομαι. Σκέφτηκα κάποια στιγμή πως μπορώ να γίνω πιο ρομαντική πιο νοσταλγός πιο τρυφερή ένα πράμα ρε παιδί σαν την καρδιά ενός μαρουλιού και να αφήσω να φανεί προς τα έξω η άλλη πλευρά μου - όχι αυτή του νταλικέρη - γιατί όπως και να το κάνουμε γυναίκα πράμα και να τα χώνεις παντού δε λέει. Λέει;
Μωρέ λέει και παραλέει. Ειδικά αν έχεις έστω και λίγο μυαλό και αντιλαμβάνεσαι το τι γίνεται γύρω σου. Αν έχεις έστω και μια μικρή ικανότητα να παίρνεις χαμπάρι πότε υποτιμούν τη νοημοσύνη σου και εκμεταλλεύονται την οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη εξουσία έχουν.
Και αυτό "έπαθα" εγώ σε μια πρόσφατη επίσκεψη μου στο ΚΕΠ Πατησίων. Μπήκα η γυναίκα ήρεμη γλυκιά και βγήκα με το μάτι γυρισμένο.
Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών. Εγώ τα λέω Κέντρα Εκνευρισμένων Πολιτών. Όποιος έχει πάει καταλαβαίνει. Όποιος έχει περάσει έστω και δέκα λεπτά από τη ζωή του εκεί μέσα τους αναθεματίζει.Σκοπός ύπαρξης τους? Η εξυπηρέτηση όλων αυτών των ταλαίπωρων που δε μπορούν να τρέχουν πρωί πρωί σε δημόσιες υπηρεσίες. Έργο τους? Η καταρράκωση δεκάδων πολιτών που μπαίνουν ήρεμοι και ψύχραιμοι και φεύγουν με τέσσερα εγκεφαλικά και 5 εμφράγματα.΄
Εγώ πριν πάθω τα εγκεφαλικά έπαθα κρίση. Κρισάρα για να πω την αλήθεια. Έβγαλα αφρούς φλύκταινες και κριθαράκι στο μάτι.
Αιτία; Μια υπάλληλος που νόμιζε ότι το ΚΕΠ είναι το τσιφλίκι του πατέρα της και όλοι εμείς εκει μέσα που με τις ώρες επί διημέρου περιμέναμε να εξυπηρετηθούμε είμαστε κολίγοι της και μας έβριζε. Μεταξύ των κολίγων γεροντάκια στα πρόθυρα κατάρρευσης που εκλιπαρούσαν για ένα χαρτί.
Η τσιφλικού έδινε χαρτάκια με αριθμούς προτεραιότητας. Χαρτάκια που τη μόνη χρησιμότητα που είχαν ήταν να σου γεμίζουν τη χούφτα. Γιατί η τσιφλικού παρόλα τα χαρτάκια απαιτούσε ουρά. Είχε ένα πάθος θα έλεγα με την ουρά. Εξυπηρετούσε όποιον φιλήσυχα και αμίλητα στεκόταν σε ουρά. Τα γεροντάκια σε κρίση. Ενός παππού του έφυγε η μασέλα από τα νεύρα. Μα έχω τον τάδε αριθμό. Ναι αλλα δεν είσαι στην ουρά. Ωρυόταν η τσιφλικού, αντιδρούσε ο παππούς, παράταγε αυτή το πόστο της και τον κολίγο που εξυπηρετούσε έβγαινε έξω τραβολογούσε τους παππούδες να τους βάλει στην ουρά και ούρλιαζε. "Στη σειράαααααααααααααααααα λέω στη σειρά"
Τι φωνάζεις κυρά΄μου; Παππούδες είναι, δεν είναι κουφοί. Έλεος δλδ.
Σε βοήθεια της τσιφλικούς έτρεχε κάθε φορά ένας φουσκωτός της δημοτικής αστυνομίας. Λες και τον είχες φουσκώσει με τρόμπα ένα πράμα. Το αναβολικό έκανε πάρτυ στα μπράτσα του. Χόρευε μάμπο σε κάθε του κίνηση. Έσπρωχνε τράβαγε και αγριοκοίταζε όποιον διαμαρτυρόταν.
Την πρώτη μέρα έφυγα από το ΚΕΠ άπραγη. Έβαλα στο στόχαστρο την τσιφλικού, γρύλισα στον φουσκωτό που με αγριοκοίταξε και έφυγα. Τη δεύτερη πήγα νωρίτερα και εξοπλισμένη με όλα τα έγγραφα. Μπήκα μέσα πήρα πάλι χαρτάκι, άκουσα πάλι την τσιφλικού να φωνάζει για την ουρά την είδα ξανά να τραβολογά τα γεροντάκια. Καμάρωσα το φουσκωτό που στεκόταν μπροστά σε έναν παππού και φούσκωνε τα στήθια για να φοβηθούμε οι υπόλοιποι. Καφέ δεν πήρα, ούτε σπόρια. Το έργο το έβλεπα για δεύτερη φορά ξεροσφύρι....
Έρχεται μετά από τρεις ώρες - ναι καλά διαβάσατε - η σειρά μου. Επτά και μισή το απόγευμα και η τσιφλικού ενημερώνει ότι οκτώ το μαγαζί κλείνει. Όσους δείραμε εεεεεεεεε εξυπηρετήσαμε εξυπηρετήσαμε. Οι υπόλοιποι αύριο πάλι.
Νιώθοντας τυχερή πλησιάζω την τσιφλικού.
-Καλησπέρα σας (εγώ)
-Τα χαρτιά σας και γρήγορα (η τσιφλικού)
-Να σας πω τι θέλω... (εγώ)
-Δε με νοιάζει τι θες κυρά μου δώσε τα χαρτιά (η τσιφλικού)
Φουντώνω κορώνω, έρχομαι και γίνομαι στιρέλα.... Κρατάω σφιχτά τα χαρτιά στο χέρι μη μου τ' αρπάξει και αρχίζω να  τις λέω χωρίς να δίνω σημασία στη γκρίνια της τι θέλω
-Καταθέτω τα χαρτιά ....(εγώ)
-Τα χαρτιά δώστε λέμε (τσιφλικού)
-Σας πήρα τηλέφωνο και μίλησα με την κυρία Ταδε και μου είπε τι χρειάζεται και σας τα έφερα (εγώ)
-Φέρτα να τελειώνουμε επιτέλους (τσιφλικού)
Λέω ας πάει στην ευχή δώστα να τελειώνεις μια ώρα αρχύτερα..
Τα αρπάζει τα κοιτάει τα βρίσκει όλα εντάξει και την ώρα που βγάζει τη σφραγίδα γυρνά απαθέστατη και μου λέει
-Δώσε και την εξουσιοδότηση. Τι την κρατάς για μαγιά;
Που πως τι; Ποια εξουσιοδότηση; Η Ταδε στο τηλέφωνο ήταν σαφής. Μπορώ να καταθέσω τα χαρτιά του συζύγου μου για βιβλιάριο ασθενείας- διότι περί αυτού επρόκειτο - χωρίς να χρειάζεται καμιά εξουσιοδότηση. Κανείς δεν μου είπε ότι θέλει εξουσιοδότηση. Αυτά και άλλα τέτοια σκεφτόμουν όσο η τσιφλικού στεκόταν κουνώντας το γοφό με ένα ύφος δεκαπέντε καρδιναλίων.
-Αντε κυρά μου τελείωνε... μου λέει σε κάποια στιγμή. Έχουμε κι άλλες δουλειές. Δώστην αλλιώς φύγε και έλα αύριο.
Κι εκεί γύρισε το μάτι ανάποδα. Εκεί έπαθα την κρίση.
Και αρχίζω να φωνάζω να ουρλιάζω να σπρώχνω το φουσκωτό που ήρθε για να με μαζέψει.
-Ποια εξουσιοδότηση; Και γιατί δεν το είπατε από το τηλέφωνο ότι τη θέλετε; Και γιατί δεν το είπες χθές που σε ρώτησα; Και γιατί να χάνω δυο μέρες από το χρόνο μου και να πρέπει να χάσω κι άλλο επειδή εσείς απλά ξύνεστε;
Κι αυτή να λέει ότι η δίνω εξουσιοδότηση ή ας πάει ο σύζυγος την επομένη.
Και εκεί ήταν που κρίθηκε το παιχνίδι. Μέσα σε πέντε λεπτά όλοι στο ΚΕΠ με κοιτούσαν, άλλοι με δέος και χαμόγελο, άλλοι με απέχθεια και άλλοι με συμπόνια..
Κι εγώ να φωνάζω...
-Ποιος σύζυγος κυρά μου; Ποια εξουσιοδότηση; Εγώ είμαι στην ταυτότητα και στη φωτογραφία. Με λένε Κώστα και έχω κάνει αλλαγή φύλου. Θές να με ψάξεις; Απόδειξε ότι δεν είμαι εγώ. Ψάξε με. Βάλε το φουσκωτό να με ψάξει να γουστάρει κιόλας.
Επί δέκα λεπτά το Κέντρο Εκνευρισμένων Πολιτών γελούσε μέχρι δακρύων. Άλλοι πάλι κοίταζαν το κακόμοιρο το παλικάρι που ελαττωματικό ήταν από γεννησιμιού και άλλαξε φύλο. Η τσιφλικού και ο φουσκωτός είχαν πάρει μια έκφραση πλέον λες και φάγαν ξινισμένο γιαούρτι.
Έφυγα από το ΚΕΠ συνοδεία του φουσκωτού ως την πόρτα, έχοντας σφίξει κάμποσα χέρια από αυτούς που δειλά δίναν συγχαρητήρια για το θάρρος - θράσος μου και με ένα σωρό λόγια παρηγοριάς από αυτούς που το πίστεψαν πως έκανα αλλαγή φύλου
Το σημαντικότερο όμως απ' όλα ήταν ότι στην τσάντα μου είχα το χαρτάκι που έλεγε ότι εγώ - ο Κώστας που έκανα αλλαγή φύλου - είχα καταθέσει αίτηση για βιβλιάριο και μπορούσα την επόμενη μέρα να το παραλάβω.

ΝΑ ΖΕΙΣ

Αν αυτά που σε πονάν δεν τ απογυμνώσεις, δεν τ' αποσυνθέσεις και δεν τ' αναδομήσεις πάνω σε καινούριες βάσεις και λογική, το πιο π...